ΔΑΝΙΗΛ - ΒΗΛ ΚΑΙ
ΔΡΑΚΩΝ
ΔΑΝΙΗΛ
1
Δαν.
1,1 Ἐν ἔτει τρίτῳ
τῆς βασιλείας Ἰωακεὶμ βασιλέως Ἰούδα ἦλθε
Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἐπολιόρκει αὐτήν.
Δαν. 1,1 Κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του Ιωακείμ,
βασιλέως του βασιλείου Ιούδα, ο Ναβουχσδονόσορ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος,
επήλθεν εναντίον της Ιερουσαλήμ και την επαλιορκούσε.
Δαν.
1,2 καὶ ἔδωκε
Κύριος ἐν χειρὶ αὐτοῦ τὸν Ἰωακεὶμ
βασιλέα Ἰούδα καὶ ἀπὸ μέρους τῶν σκευῶν οἴκου
τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤνεγκεν αὐτὰ εἰς γῆν
Σενναὰρ οἴκου τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ· καὶ
τὰ σκεύη εἰσήνεγκεν εἰς τὸν οἶκον θησαυροῦ
τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ.
Δαν. 1,2 Ο Κυριος παρέδωκεν εις τα χέρια αυτού αιχμάλωτον
τον Ιωακείμ, βασιλέα Ιούδα, και ένα μέρος από τα ιερά σκεύη του ναού του Θεού,
τα οποία αυτός έφερεν εις την χώραν Σενναάρ στον ναόν του Θεού του. Τα σκεύη
αυτά τα έφερε και τα απέθεσεν στο θησαυροφυλάκιον του ναού του Θεού του.
Δαν.
1,3 καὶ εἶπεν ὁ
βασιλεὺς τῷ Ἀσφανὲζ τῷ ἀρχιευνούχῳ αὐτοῦ
εἰσαγαγεῖν ἀπὸ τῶν υἱῶν τῆς αἰχμαλωσίας
Ἰσραὴλ καὶ ἀπὸ τοῦ σπέρματος τῆς
βασιλείας καὶ ἀπὸ τῶν φορθομμὶν
Δαν. 1,3 Ο βασιλεύς έδωσεν εντολήν εις τον Ασφανέζ τον
αρχιευνούχον να εκλέξη και να οδηγήση εις τα βασιλικά ανάκτορα από τους
αιχμαλώτους Ισραηλίτας, μάλιστα δε από όσους κατήγοντο από βασιλικόν γένος και
από τους ευγενείς,
Δαν.
1,4 νεανίσκους. οἷς οὐκ
ἔστιν ἐν αὐτοῖς μῶμος καὶ καλοὺς τῇ
ὄψει καὶ συνιέντας ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ
γινώσκοντας γνῶσιν καὶ διανοουμένους φρόνησιν καὶ οἷς ἐστιν
ἰσχὺς ἐν αὐτοῖς ἑστάναι ἐν τῷ οἴκῳ
ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ διδάξαι αὐτοὺς γράμματα
καὶ γλῶσσαν Χαλδαίων.
Δαν. 1,4 νέους άνδρας, στους οποίους δεν θα υπήρχε κανένα
σωματικόν ελάττωμα, θα ήσαν ωραίοι κατά την εμφάνισιν, ικανοί προς κάθε σοφίαν,
μορφωμένοι και επιστήμονες, ευφυείς, με ζωτικότητα ψυχής και σώματος, δια να
παρίστανται στον βασιλικόν οίκον ενώπιον του βασιλέως. Επί πλέον θα έπρεπεν ο
Ασφανέζ να φροντίση, ώστε αυτοί να διδαχθούν τα γράμματα και την γλώσσαν των
Χαλδαίων.
Δαν.
1,5 καὶ διέταξεν αὐτοῖς
ὁ βασιλεὺς τὸ τῆς ἡμέρας καθ᾿ ἡμέραν ἀπὸ
τῆς τραπέζης τοῦ βασιλέως καὶ ἀπὸ τοῦ οἴνου
τοῦ ποτοῦ αὐτοῦ καὶ θρέψαι αὐτοὺς ἔτη
τρία καὶ μετὰ ταῦτα στῆναι ἐνώπιον τοῦ
βασιλέως.
Δαν. 1,5 Διέταξεν ακόμη ο βασιλεύς να παρέχεται εις
αυτούς κάθε ημέραν τροφή από την βασιλικήν τράπέζαν και οίνος από εκείνον, τον
οποίον πίνει ο βασιλεύς. Ετσι να τους θρέψουν και να τους διαπαιδαγωγήσουν επί
τρία έτη και έπειτα να εμφανισθούν ενώπιον του βασιλέως.
Δαν.
1,6 καὶ ἐγένετο ἐν
αὐτοῖς ἐκ τῶν υἱῶν Ἰούδα Δανιὴλ
καὶ Ἀνανίας καὶ Ἀζαρίας καὶ Μισαήλ.
Δαν. 1,6 Μεταξύ των Ιουδαίων, που επελέγησαν, ήσαν ο
Δανιήλ, ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ.
Δαν.
1,7 καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς
ὁ ἀρχιευνοῦχος ὀνόματα τῷ Δανιὴλ Βαλτάσαρ
καὶ τῷ Ἀνανίᾳ Σεδρὰχ καὶ τῷ Μισαὴλ
Μισὰχ καὶ τῷ Ἀζαρίᾳ Ἀβδεναγώ.
Δαν. 1,7 Ο άρχων των ευνούχων έδωσεν εις αυτούς νέα
ονόματα. Τον Δανιήλ ωνόμασε Βαλτάσαρ, τον Ανανίαν Σεδράχ, τον Μισαήλ Μισάχ και
τον Αζαρίαν Αβδεναγώ.
Δαν.
1,8 καὶ ἔθετο Δανιὴλ
εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὡς οὐ μὴ ἀλισγηθῇ
ἐν τῇ τραπέζῃ τοῦ βασιλέως καὶ ἐν τῷ
οἴνῳ τοῦ ποτοῦ αὐτοῦ καὶ ἠξίωσε
τὸν ἀρχιευνοῦχον ὡς οὐ μὴ ἀλισγηθῇ.
Δαν. 1,8 Ο Δανηιήλ επήρεν όλοψύχως την απόφασιν, να μη
μολυνθή τρώγων από τα φαγητά της βασιλικής τραπέζης και να μη πίνη από τον
οίνον, που έπινεν ο βασιλεύς. Παρεκάλεσε δε επιμόνως και θερμώς τον
αρχιευνούχον, να μη τον υποχρέωση και μολυνθή τρώγων φαγητά απαγορευομένα από
την θρησκείαν του.
Δαν.
1,9 καὶ ἔδωκεν ὁ
Θεὸς τὸν Δανιὴλ εἰς ἔλεον καὶ εἰς οἰκτιρμὸν
ἐνώπιον τοῦ ἀρχιευνούχου.
Δαν. 1,9 Εδωκεν ο Θεός, ώστε ο Δανιήλ να εύρη ευμένειαν
και συναισθήματα συμπαθείας εκ μέρους του αρχιευνούχου.
Δαν.
1,10 καὶ εἶπεν ὁ
ἀρχιευνοῦχος τῷ Δανιήλ· φοβοῦμαι ἐγὼ τὸν
κύριόν μου τὸν βασιλέα τὸν ἐκτάξαντα τὴν βρῶσιν ὑμῶν
καὶ τὴν πόσιν ὑμῶν, μή ποτε ἴδῃ τὰ
πρόσωπα ὑμῶν σκυθρωπὰ παρὰ τὰ παιδάρια τὰ
συνήλικα ὑμῶν καὶ καταδικάσητε τὴν κεφαλήν μου τῷ
βασιλεῖ.
Δαν. 1,10 Είπε δε ο αρχιευνούχος στον Δανιήλ· “εγώ φοβούμαι
τον κύριόν μου τον βασιλέα, ο οποίος διέταξε ποίον να είναι το φάγητόν σας και
το ποτόν σας. Φοβούμαι, μήπως ίδη τα πρόσωπα σας καταβεβλημένα από την
νηστείαν, εν συγκρίσει προς τα πρόσωπα των συνομιλήκων σας, και γίνετε έτσι
αφορμή να με καταδικάσετε εις θάνατον, να διατάξη τον αποκεφαλισμόν μου ο
βασιλεύς”.
Δαν.
1,11 καὶ εἶπε Δανιὴλ
πρὸς Ἀμελσάδ, ὃν κατέστησεν ὁ ἀρχιευνοῦχος ἐπὶ
Δανιήλ, Ἀνανίαν, Μισαήλ, Ἀζαρίαν·
Δαν. 1,11 Ο Δανιήλ είπε προς τον Αμελσάδ, τον οποίον ο
αρχιευνούχος είχεν εγκαταστήσει υπεύθυνον δια τον Δανιήλ, τον Ανανίαν, τον
Μισαήλ και τον Αζαρίαν.
Δαν.
1,12 πείρασον δὴ τοὺς
παῖδάς σου ἡμέρας δέκα, καὶ δότωσαν ἡμῖν ἀπὸ
τῶν σπερμάτων, καὶ φαγώμεθα καὶ ὕδωρ πιώμεθα·
Δαν. 1,12 “Καμε μίαν δοκιμήν με ημάς τους δούλους σου. Επί
δέκα ημέρας ας μας δώσουν όσπρια να τρώγωμεν και μόνον νερό να πίνωμεν.
Δαν.
1,13 καὶ ὀφθήτωσαν ἐνώπιόν
σου αἱ ἰδέαι ἡμῶν καὶ αἱ ἰδέαι τῶν
παιδαρίων τῶν ἐσθιόντων τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως, καὶ
καθὼς ἐὰν ἴδῃς, ποίησον μετὰ τῶν
παίδων σου.
Δαν. 1,13 Επειτα δε παρατήρησε συ ο ίδιος με προσοχήν τα
πρόσωπα ημών και τα πρόσωπα των άλλων νέων, οι οποίοι θα τρώγουν από την
τράπεζαν την βασιλικήν. Συμφωνα δέ με ο,τι ίδης, πράξε δι' ημάς τους δούλους
σου”.
Δαν.
1,14 καὶ εἰσήκουσεν
αὐτῶν καὶ ἐπείρασεν αὐτοὺς ἡμέρας
δέκα.
Δαν. 1,14 Εδέχθη ο Αμελσάδ την παράκλησίν των και τους
υπέβαλεν εις δοκιμασίαν επί δέκα ημέρας.
Δαν.
1,15 καὶ μετὰ τὸ
τέλος τῶν δέκα ἡμερῶν ὡράθησαν αἱ ἰδέαι αὐτῶν
ἀγαθαὶ καὶ ἰσχυραὶ ταῖς σαρξὶν ὑπὲρ
τὰ παιδάρια τὰ ἐσθίοντα τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως.
Δαν. 1,15 Μετά το τέλος των δέκα ημερών ευρέθησαν, ότι τα
πρόσωπά των ήσαν ωραιότερα και τα σώματά των ρωμαλεώτερα από τους νέους, οι
οποίοι έτρωγαν από την τράπεζαν του βασιλέως.
Δαν.
1,16 καὶ ἐγένετο Ἀμελσὰδ
ἀναιρούμενος τὸ δεῖπνον αὐτῶν καὶ τὸν
οἶνον τοῦ πόματος αὐτῶν καὶ ἐδίδου αὐτοῖς
σπέρματα.
Δαν. 1,16 Εκτοτε ο Αμελσάδ αφαιρούσε πάντοτε το βασιλικόν
δείπνον των τεσσάρων παίδων και τον οίνον, τον οποίον θα έπιναν, και έδιδεν εις
αυτούς όσπρια και άλλας φυτικάς τροφάς.
Δαν.
1,17 καὶ τὰ παιδάρια
ταῦτα, οἱ τέσσαρες αὐτοί, ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ
Θεὸς σύνεσιν καὶ φρόνησιν ἐν πάσῃ γραμματικῇ καὶ
σοφίᾳ· καὶ Δανιὴλ συνῆκεν ἐν πάσῃ ὁράσει
καὶ ἐνυπνίοις.
Δαν. 1,17 Εις τους νέους αυτούς, στους τέσσαρας Ισραηλίτας,
έδωκεν ο Θες σύνεσιν και φρόνησιν και πρόοδον εις τα χαλδαϊκά γράμματα και εις
την σοφίαν των Χαλδαίων. Ο Δανιήλ μάλιστα ήτο εις θέσιν να κατανοή και να
ερμηνεύη κάθε ειδός οράματος και ονείρων.
Δαν.
1,18 καὶ μετὰ τὸ
τέλος τῶν ἡμερῶν, ὧν εἶπεν ὁ βασιλεὺς
εἰσαγαγεῖν αὐτούς, καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς
ὁ ἀρχιευνοῦχος ἐναντίον Ναβουχοδονόσορ.
Δαν. 1,18 Μετά το πέρας του χρονικού διαστήματος, που ο
βασιλεύς είχεν ορίσει να παρουσιάσουν αυτούς ενώπιόν του, ο αρχιευνούχος τους
έφερε πράγματι ενώπιον του Ναβουχοδονόσορος.
Δαν.
1,19 καὶ ἐλάλησε μετ᾿
αὐτῶν ὁ βασιλεύς, καὶ οὐχ εὑρέθησαν ἐκ
πάντων αὐτῶν ὅμοιοι Δανιὴλ καὶ Ἀνανίᾳ
καὶ Μισαὴλ καὶ Ἀζαρίᾳ· καὶ ἔστησαν
ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.
Δαν. 1,19 Ο βασιλεύς συνωμίλησε με αυτούς. Δεν ευρέθησαν δε
από όλους τους αυλικούς και τους δούλους του βασιλέως όμοιοι προς τον Δανιήλ,
τον Ανανίαν, τον Μισαήλ και τον Αζαρίαν. Εκτοτε προσελήφθησαν αυτοί εις την
υπηρεσιάν του βασιλέως.
Δαν.
1,20 καὶ ἐν παντὶ
ῥήματι σοφίας καὶ ἐπιστήμης, ὧν ἐζήτησε παρ᾿
αὐτῶν ὁ βασιλεύς, εὗρεν αὐτοὺς
δεκαπλασίονας παρὰ πάντας τοὺς ἐπαοιδοὺς καὶ τοὺς
μάγους τοὺς ὄντας ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.
Δαν. 1,20 Εις κάθε δε ζήτημα σοφίας και
επιστήμης, στο οποίον τους ερωτούσαν ο βασιλεύς, τους ευρήκε δέκα φοράς
ανωτέρους από όλους τους εξορκιστάς και τους μάγους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις
όλην την έκτασιν του βασιλείου του.
Δαν.
1,21 καὶ ἐγένετο
Δανιὴλ ἕως ἔτους ἑνὸς Κύρου τοῦ βασιλέως.
Δαν. 1,21 Ο Δανιήλ ειδικώτερα παρέμεινεν εις τα ανάκτορα
μέχρι του πρώτου έτους της βασιλείας του Κυρου, βασιλέως των Περσών.
ΔΑΝΙΗΛ
2
Δαν.
2,1 Ἐν τῷ ἔτει
τῷ δευτέρῳ τῆς βασιλείας Ναβουχοδονόσορ ἐνυπνιάσθη
Ναβουχοδονόσορ ἐνύπνιον, καὶ ἐξέστη τὸ πνεῦμα αὐτοῦ,
καὶ ὁ ὕπνος αὐτοῦ ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Δαν. 2,1 Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του, ο
Ναβουχοδονόσορ είδεν ένα όνειρον τέτοιο, ώστε εταράχθη το πνεύμα του και έφυγεν
ο ύπνος από αυτόν.
Δαν.
2,2 καὶ εἶπεν ὁ
βασιλεὺς καλέσαι τοὺς ἐπαοιδοὺς καὶ τοὺς
μάγους καὶ τοὺς φαρμακοὺς καὶ τοὺς Χαλδαίους τοῦ
ἀναγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ τὰ ἐνύπνια αὐτοῦ,
καὶ ἦλθαν καὶ ἔστησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.
Δαν. 2,2 Διέταξεν ο βασιλεύς να καλέσουν τους εξορκιστάς,
τους μάγους, τους μάντεις, τους σοφούς γενικώς Χαλδαίους, δια να είπουν στον
βασιλέα και να εξηγήσουν το όνειρόν του. Ηλθον αυτοί και παρουσιάσθησαν ενώπιον
του βασιλέως.
Δαν.
2,3 καὶ εἶπεν αὐτοῖς
ὁ βασιλεύς· ἠνυπνιάσθην, καὶ ἐξέστη τὸ πνεῦμά
μου τοῦ γνῶναι τὸ ἐνύπνιον.
Δαν. 2,3 Ο βασιλεύς τους είπεν· “είδα κάποιο όνειρόν και
εταράχθη τόσον πολύ το πνεύμα μου, ώστε δεν το ενθυμούμαι πλέον”.
Δαν.
2,4 καὶ ἐλάλησαν οἱ
Χαλδαῖοι τῷ βασιλεῖ συριστί· βασιλεῦ, εἰς τοὺς
αἰῶνας ζῆθι· σὺ εἰπὸν τὸ ἐνύπνιον
τοῖς παισί σου, καὶ τὴν σύγκρισιν ἀναγγελοῦμεν.
Δαν. 2,4 Οι Χαλδαίοι αυτοί είπαν προς τον βασιλέα εις την
γλώσσαν την αραμαϊκήν· “βασιλεύ, στους αιώνας των αιώνων να ζήσης· αλλά ειπέ
εις ημάς τους δούλους σου το όνειρόν σου και ημείς θα σου γνωστοποιήσωμεν την
ερμηνείαν του”.
Δαν.
2,5 ἀπεκρίθη ὁ
βασιλεὺς τοῖς Χαλδαίοις· ὁ λόγος ἀπ᾿ ἐμοῦ
ἀπέστη· ἐὰν μὴ γνωρίσητέ μοι τὸ ἐνύπνιον
καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ, εἰς ἀπώλειαν ἔσεσθε,
καὶ οἱ οἶκοι ὑμῶν διαρπαγήσονται·
Δαν. 2,5 Ο βασιλεύς απήντησεν στους Χαλδαίους· “έφυγεν ο
λόγος από εμέ, ελησμόνησα το όνειρον. Εάν δεν μου φανερώσετε σεις, ποίον ήτο το
όνειρόν μου και ποία είναι η ερμηνεία του, σεις μεν θα καταδικασθήτε εις
θάνατον, τα δε σπίτια και η περιουσία σας θα διαρπαγούν.
Δαν.
2,6 ἐὰν δὲ τὸ
ἐνύπνιον καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ γνωρίσητέ μοι,
δόματα καὶ δωρεὰς καὶ τιμὴν πολλὴν λήψεσθε παρ᾿
ἐμοῦ· πλὴν τὸ ἐνύπνιον καὶ τὴν
σύγκρισιν αὐτοῦ ἀπαγγείλατέ μοι.
Δαν. 2,6 Εάν όμως μου καταστήσετε γνωστόν το όνειρόν και
την ερμηνείαν του, θα πάρετε από εμέ αμοιβάς, δώρα και μεγάλας τιμάς. Είπατέ
μου, λοιπόν, το ενύπνιον και την ερμηνείαν του”.
Δαν.
2,7 ἀπεκρίθησαν δεύτερον
καὶ εἶπαν· ὁ βασιλεὺς εἰπάτω τὸ ἐνύπνιον
τοῖς παισὶν αὐτοῦ, καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ
ἀναγγελοῦμεν.
Δαν. 2,7 Οι μάγοι απεκρίθησαν πάλιν και είπαν· “ο βασιλεύς
ας είπη εις ημάς τους δούλους του το ενύπνιόν του και ημείς θα καταστήσωμεν εις
αυτόν γνωστήν την ερμηνείαν του”.
Δαν.
2,8 καὶ ἀπεκρίθη ὁ
βασιλεὺς καὶ εἶπεν· ἐπ᾿ ἀληθείας οἶδα
ἐγὼ ὅτι καιρὸν ὑμεῖς ἐξαγοράζετε,
καθότι εἴδετε ὅτι ἀπέστη ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ
ῥῆμα.
Δαν. 2,8 Ο βασιλεύς απήντησε· “βλέπω πολύ καλά, ότι σεις
θέλετε να κερδίζετε καιρόν, διότι ξέρετε, ότι εκείνο που είπα, ότι εξέχασα το
όνειρον. Και ξέρετε ποιά είναι η απόφασίς μου.
Δαν.
2,9 ἐὰν οὖν τὸ
ἐνύπνιον μὴ ἀναγγείλητέ μοι, οἶδα ὅτι ῥῆμα
ψευδὲς καὶ διεφθαρμένον συνέθεσθε εἰπεῖν ἐνώπιόν
μου, ἕως οὗ ὁ καιρὸς παρέλθῃ· τὸ ἐνύπνιόν
μου εἴπατέ μοι, καὶ γνώσομαι ὅτι τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ
ἀναγγελεῖτέ μοι.
Δαν. 2,9 Εάν, λοιπόν, δεν μου αναγγείλετε το όνειρόν μου,
έχω σχηματίσει βεβαίαν την πεποίθησιν, ότι ψευδείς και δολίους λόγους έχετε
συμφωνήσει να μου πήτε, έως ότου πέραση καιρός. Λοιπόν, είπατέ μου το όνειρόν
μου και ετσι θα μάθω και θα πεισθώ, ότι έχετε την δύναμιν να μου πήτε και την
ορθήν ερμηνείαν του”.
Δαν.
2,10 ἀπεκρίθησαν οἱ
Χαλδαῖοι ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ λέγουσιν· οὐκ
ἔστιν ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ὅστις τὸ
ῥῆμα τοῦ βασιλέως δυνήσεται γνωρίσαι, καθότι πᾶς βασιλεὺς
μέγας καὶ ἄρχων ῥῆμα τοιοῦτον οὐκ ἐπερωτᾷ
ἐπαοιδόν, μάγον καὶ Χαλδαῖον·
Δαν. 2,10 Οι Χαλδαίοι απεκρίθησαν προς τον βασιλέα και είπαν·
“δεν υπάρχει άνθρωπος εις όλην την γην, ο οποίος θα ημπορέση να αποκάλυψη το
πράγμα αυτό, που ζητεί ο βασιλεύς. Διότι κανείς μέγας βασιλεύς, κανένας άρχων
κατώτερος δεν εζήτησε ποτέ τέτοιο πράγμα, δεν απηύθυνέ ποτέ τέτοιαν ερώτησιν
εις εξορκιστάς, μάγους, μάντεις και σοφούς Χαλδαίους (αστρολόγους).
Δαν.
2,11 ὅτι ὁ λόγος, ὃν
ὁ βασιλεὺς ἐπερωτᾷ, βαρύς, καὶ ἕτερος οὐκ
ἔστιν, ὃς ἀναγγελεῖ αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ
βασιλέως, ἀλλ᾿ οἱ θεοί, ὧν οὐκ ἔστιν ἡ
κατοικία μετὰ πάσης σαρκός.
Δαν. 2,11 Διότι η απαίτησις αυτή του βασιλέως είναι βαρεία
και δυσκολωτάτη και δεν υπάρχει κανένας άλλος, ο οποίος θα καταστήση γνωστόν
στον βασιλέα το όνειρόν του πλην από τους θεούς, οι οποίοι όμως δεν κατοικούν
ανάμεσά μας, ώστε να τους ερωτήσωμεν”.
Δαν.
2,12 τότε ὁ βασιλεὺς
ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀπολέσαι
πάντας τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος·
Δαν. 2,12 Τοτε ο βασιλεύς κυριευθείς από μεγάλον θυμόν και
επάνω εις την έκρηξιν της οργής του διέταξε να εξολοθρεύσουν όλους τους σοφούς
της Βαβυλώνος.
Δαν.
2,13 καὶ τὸ δόγμα ἐξῆλθε,
καὶ οἱ σοφοὶ ἀπεκτέννοντο, καὶ ἐζήτησαν
Δανιὴλ καὶ τοὺς φίλους αὐτοῦ ἀνελεῖν.
Δαν. 2,13 Η βασιλική διαταγή εξεδόθη και ήρχισαν αι
εκτελέσεις των σοφών. Εζήτησαν δε να εύρουν τον Δανιήλ και τους φίλους του, δια
να φονεύσουν και εκείνους.
Δαν.
2,14 τότε Δανιὴλ ἀπεκρίθη
βουλὴν καὶ γνώμην τῷ Ἀριὼχ τῷ ἀρχιμαγείρῳ
τοῦ βασιλέως, ὃς ἐξῆλθεν ἀναιρεῖν τοὺς
σοφοὺς Βαβυλῶνος·
Δαν. 2,14 Τοτε ο Δανιήλ ωμίλησε με σοφίαν και σύνεσιν στον
Αριώχ, τον αρχιμάγειρον του βασιλέως, ο οποίος εξήλθε, δια να φονεύση τους
σοφούς της Βαβυλώνος.
Δαν.
2,15 ἄρχων τοῦ
βασιλέως, περὶ τίνος ἐξῆλθεν ἡ γνώμη ἡ ἀναιδὴς
ἐκ προσώπου τοῦ βασιλέως; ἐγνώρισε δὲ ὁ Ἀριὼχ
τὸ ῥῆμα τῷ Δανιήλ.
Δαν. 2,15 “Ω άρχον του βασιλέως, διατί εξεδόθη αυτή η ασεβής
και σκληρά διαταγή εκ μέρους του βασιλέως;” Ο Αριώχ κατέστησε γνωστήν στον
Δανιήλ την υπόθεσιν αυτήν.
Δαν.
2,16 καὶ Δανιὴλ εἰσῆλθε
καὶ ἠξίωσε τὸν βασιλέα, ὅπως χρόνον δῷ αὐτῷ,
καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἀναγγείλῃ τῷ
βασιλεῖ.
Δαν. 2,16 Τοτε ο Δανιήλ εισήλθεν εις τα ανάκτορα και
παρεκάλεσε τον βασιλέα, να δώση μικρόν χρονικόν διάστημα εις αυτόν και του
υπεσχέθη, ότι θα του γνωστοποίηση και το όνειρον και την ερμηνείαν.
Δαν.
2,17 καὶ εἰσῆλθε
Δανιὴλ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ τῷ
Ἀνανίᾳ καὶ τῷ Μισαὴλ καὶ τῷ Ἀζαρίᾳ
τοῖς φίλοις αὐτοῦ τὸ ῥῆμα ἐγνώρισε·
Δαν. 2,17 Ο Δανιήλ εισήλθε κατόπιν στον οίκον του και
κατέστησε γνωστήν την υπόθεσιν αυτήν στον Ανανίαν, τον Μισαήλ και τον Αζαρίαν.
Δαν.
2,18 καὶ οἰκτιρμοὺς
ἐζήτουν παρὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὲρ
τοῦ μυστηρίου τούτου, ὅπως ἂν μὴ ἀπόλωνται Δανιὴλ
καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐπιλοίπων
σοφῶν Βαβυλῶνος.
Δαν. 2,18 Αμέσως και οι τέσσαρες μαζή παρακαλούσαν τον
οικτίρμονα Θεόν του ουρανού, να αποκαλύψη το μυστηριώδες όνειρον του βασιλέως
και την ερμηνείαν του, δια να μη καταδικασθούν εις θάνατον ο Δανιήλ και οι
φίλοι του μαζή με τους άλλους σοφούς της Βαβυλώνος.
Δαν.
2,19 τότε τῷ Δανιὴλ ἐν
ὁράματι τῆς νυκτὸς τὸ μυστήριον ἀπεκαλύφθη·
καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ
Δανιὴλ
Δαν. 2,19 Τοτε με όραμα της νυκτός απεκαλύφθη στον Δανιήλ το
μυστηριώδες όνειρον του βασιλέως. Ο Δανιήλ εδόξασε τον Θεόν του ουρανού
Δαν.
2,20 καὶ εἶπεν·
εἴη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εὐλογημένον ἀπὸ
τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὅτι
ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεσις αὐτοῦ ἐστι·
Δαν. 2,20 και είπεν· “ας είναι δοξασμένον το όνομα του Κυρίου
στους αιώνας των αιώνων, διότι εις αυτόν ανήκει και υπάρχει πάσα σοφία και
σύνεσις.
Δαν.
2,21 καὶ αὐτὸς
ἀλλοιοῖ καιροὺς καὶ χρόνους, καθιστᾷ βασιλεῖς
καὶ μεθιστᾷ, διδοὺς σοφίαν τοῖς σοφοῖς καὶ
φρόνησιν τοῖς εἰδόσι σύνεσιν·
Δαν. 2,21 Αυτός μεταβάλλει εποχάς και χρόνους. Ανεβάζει στους
θρόνους και καταβιβάζει από θρόνους βασιλείς. Αυτός δίδει σοφίαν στους σοφούς,
σύνεσιν και ορθοφροσύνην στους συνετούς.
Δαν.
2,22 αὐτὸς ἀποκαλύπτει
βαθέα καὶ ἀπόκρυφα, γινώσκων τὰ ἐν τῷ σκότει, καὶ
τὸ φῶς μετ᾿ αὐτοῦ ἐστι·
Δαν. 2,22 Αυτός αποκαλύπτει τα βαθειά και απόκρυφα γεγονότα
και νοήματα. Αυτός γνωρίζει και τα στο σκότος τελεσιουργούμενα έργα, διότι μαζή
με αυτόν υπάρχει το φως.
Δαν.
2,23 σοί, ὁ Θεὸς τῶν
πατέρων μου, ἐξομολογοῦμαι καὶ αἰνῶ, ὅτι
σοφίαν καὶ δύναμιν δέδωκάς μοι καὶ νῦν ἐγνώρισάς μοι ἃ
ἠξιώσαμεν παρὰ σοῦ καὶ τὸ ὅραμα τοῦ
βασιλέως ἐγνώρισάς μοι.
Δαν. 2,23 Εις σέ, Θεέ των πατέρων μου, αναπέμπω δοξολογίαν
και αίνεσιν, διότι μου έδωσες σοφίαν και δύναμιν. Κατέστησες εις εμέ γνωστά
αυτά, τα οποία δια της προσευχής σου εζήτησα, το όνειρον, δηλαδή, του βασιλέως
και την ερμηνείαν αυτού”.
Δαν.
2,24 καὶ ἦλθε Δανιὴλ
πρὸς Ἀριώχ, ὃν κατέστησεν ὁ βασιλεὺς ἀπολέσαι
τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος, καὶ εἶπεν αὐτῷ·
τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος μὴ ἀπολέσῃς, εἰσάγαγε
δέ με ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ τὴν σύγκρισιν τῷ
βασιλεῖ ἀναγγελῶ.
Δαν. 2,24 Ο Δανιήλ παρουσιάσθη τότε στον Αριώχ, τον οποίον ο
βασιλεύς είχε καταστήσει υπεύθυνον δια την εκτέλεσιν όλων των σοφών της
Βαβυλώνος και του είπε· “μη θανατώσης τους σοφούς της Βαβυλώνος, άλλα οδήγησέ
με αμέσως ενώπιον του βασιλέως και εγώ θα αποκαλύψω στον βασιλέα το όνειρόν του
και την ερμηνείαν”.
Δαν.
2,25 τότε Ἀριὼχ ἐν
σπουδῇ εἰσήγαγε τὸν Δανιὴλ ἐνώπιον τοῦ
βασιλέως καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὕρηκα ἄνδρα ἐκ
τῶν υἱῶν τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Ἰουδαίας,
ὅστις τὸ σύγκριμα τῷ βασιλεῖ ἀναγγελεῖ.
Δαν. 2,25 Τοτε ο Αριώχ έσπευσε και ωδήγησε τον Δανιήλ ενώπιον
του βασιλέως, στον οποίον και είπεν· “ευρήκα άνδρα μεταξύ των Ιουδαίων
αιχμαλώτων, ο οποίος θα αναγγείλη στον βασιλέα το όνειρον και την ερμηνείαν του
ονείρου”.
Δαν.
2,26 καὶ ἀπεκρίθη ὁ
βασιλεὺς καὶ εἶπε τῷ Δανιήλ, οὗ τὸ ὄνομα
Βαλτάσαρ· εἰ δύνασαί μοι ἀναγγεῖλαι τὸ ἐνύπνιον,
ὃ εἶδον, καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ;
Δαν. 2,26 Ο βασιλεύς απήντησε και είπε τότε στον Δανιήλ, του
οποίου το όνομα ήτο Βαλτάσαρ· “πράγματι ημπορείς να μου φανερώσης το όνειρον,
το οποίον είδον, και την ερμηνείαν του ονείρου αυτού;”
Δαν.
2,27 καὶ ἀπεκρίθη
Δανιὴλ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ εἶπε· τὸ
μυστήριον, ὃ ὁ βασιλεὺς ἐπερωτᾷ, οὐκ ἔστι
σοφῶν, μάγων, ἐπαοιδῶν, γαζαρηνῶν ἀναγγεῖλαι
τῷ βαασιλεῖ,
Δαν. 2,27 Ο Δανιήλ απήντησε προς τον βασιλέα και του είπεν·
“η λύσις του μυστηρίου, την οποίαν ο βασιλεύς ζητεί να του απαγγείλουν, δεν
είναι έργον των σοφών, των μάγων, των εξορκιστών και των αστρολόγων·
Δαν.
2,28 ἀλλ᾿ ἤ ἐστι
Θεὸς ἐν οὐρανῷ ἀποκαλύπτων μυστήρια καὶ ἐγνώρισε
τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐπ᾿
ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν. τὸ ἐνύπνιόν σου καὶ
αἱ ὁράσεις τῆς κεφαλῆς σου ἐπὶ τῆς
κοίτης σου, τοῦτό ἐστι.
Δαν. 2,28 αλλά έργον του Θεού, ο οποίος κατοικεί στους
ουρανούς. Αυτός αποκαλύπτει τα μυστήριά του και αυτός εγνώρισε στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα
εκείνα, τα οποία μέλλουν να συμβούν κατά τους τελευταίους χρόνους. Το όνειρόν
σου, βασιλεύ, και αι οράσεις τας οποίας είδεν η διάνοιά σου, ενώ ευρισκεσο εις
την κλίνην σου, είναι τα εξής·
Δαν.
2,29 σύ, βασιλεῦ, οἱ
διαλογισμοί σου ἐπὶ τῆς κοίτης σου ἀνέβησαν τί δεῖ
γενέσθαι μετὰ ταῦτα, καὶ ὁ ἀποκαλύπτων μυστήρια ἐγνώρισέ
σοι ἃ δεῖ γενέσθαι.
Δαν. 2,29 Συ, βασιλεύ, καθώς ήσουνα εξηπλωμένος εις την
κλίνην σου, εσκέπτεσο, τι θα γίνη στο μέλλον· και ο Θεός, ο οποίος φανερώνει τα
μυστήρια, σου κατέστησε γνωστόν, τι μέλλει να γίνη στο μέλλον.
Δαν.
2,30 καὶ ἐμοὶ
δὲ οὐκ ἐν σοφίᾳ τῇ οὔσῃ ἐν ἐμοὶ
παρὰ πάντας τοὺς ζῶντας τὸ μυστήριον τοῦτο ἀπεκαλύφθη,
ἀλλ᾿ ἕνεκεν τοῦ τὴν σύγκρισιν τῷ βασιλεῖ
γνωρίσαι, ἵνα τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδίας σου γνῷς.
Δαν. 2,30 Εις εμέ, χωρίς να έχω εγώ σοφίαν μεγαλυτέραν από
όλους τους άλλους σοφούς, εφανερώθη το μυστήριον αυτό. Εφανερώθη εκ του Θεού,
δια να καταστήσω γνωστήν στον βασιλέα την ερμηνείαν του ονείρου και δια να
πάρης έτσι απάντησιν στους διαλογισμούς οι οποίοι απασχολούσαν και απασχολούν
την διάνοιάν σου.
Δαν.
2,31 σύ, βασιλεῦ, ἐθεώρεις,
καὶ ἰδοὺ εἰκὼν μία, μεγάλη ἡ εἰκὼν
ἐκείνη, καὶ ἡ πρόσοψις αὐτῆς ὑπερφερής, ἑστῶσα
πρὸ προσώπου σου, καὶ ἡ ὅρασις αὐτῆς
φοβερά·
Δαν. 2,31 Συ, λοιπόν, βασιλεύ, έβλεπες και ιδού έμπροσθέν
σου ένα άγαλμα, ένα μεγάλο άγαλμα. Η όψις αυτού ήτο εξοχος και υπερήφανος. Το
άγαλμα ίστατο όρθιον ενώπιόν σου και η εμφάνισίς του επροξένει φόβον.
Δαν.
2,32 εἰκών, ἧς ἡ
κεφαλὴ χρυσίου χρηστοῦ, αἱ χεῖρες καὶ τὸ στῆθος
καὶ οἱ βραχίονες αὐτῆς ἀργυροῖ, ἡ
κοιλία καὶ οἱ μηροὶ χαλκοῖ,
Δαν. 2,32 Αυτού του αγάλματος η κεφαλή ήτο από καθαρόν
χρυσόν, τα χέρια και το στήθος και οι βραχίονές του ήσαν αργυρά. Η κοιλία και
οι μηροί ήσαν χάλκινοι αι δε κνήμαι του ήσαν σιδηραί.
Δαν.
2,33 αἱ κνῆμαι
σιδηραῖ, οἱ πόδες μέρος τι σιδηροῦν καὶ μέρος τι ὀστράκινον.
Δαν. 2,33 Τα δε πόδια του ήσαν εν μέρει σιδερένια και εν
μέρει πήλινα.
Δαν.
2,34 ἐθεώρεις ἕως οὗ
ἐτμήθη λίθος ἐξ ὄρους ἄνευ χειρῶν καὶ ἐπάταξε
τὴν εἰκόνα ἐπὶ τοὺς πόδας τοὺς σιδηροῦς
καὶ ὀστρακίνους καὶ ἐλέπτυνεν αὐτοὺς εἰς
τέλος.
Δαν. 2,34 Εβλεπες κατάπληκτος, βασιλεύ, το άγαλμα αυτό,
μέχρις ότου απεκόπη, χωρίς την επέμβασιν καμμιάς ανθρωπίνης χειρός, ένας λίθος
από όρος, εκτύπησε το άγαλμα αυτό στους πόδας τους σιδερένιους και τους
πηλίνους και το συνέτριψεν εξ ολοκλήρου.
Δαν.
2,35 τότε ἐλεπτύνθησαν εἰς
ἅπαξ τὸ ὄστρακον, ὁ σίδηρος, ὁ χαλκός, ὁ ἄργυρος,
ὁ χρυσός, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ κονιορτὸς ἀπὸ
ἅλωνος θερινῆς· καὶ ἐξῇρεν αὐτὰ
τὸ πλῆθος τοῦ πνεύματος, καὶ τόπος οὐχ εὑρέθη
αὐτοῖς· καὶ ὁ λίθος ὁ πατάξας τὴν εἰκόνα
ἐγενήθη ὄρος μέγα καὶ ἐπλήρωσε πᾶσαν τὴν γῆν.
Δαν. 2,35 Τοτε συνετρίβησαν δια μιας μαζή με τα σιδερένια και
πήλινα πόδια ο χαλκός, ο άργυρος και ο χρυσός του αγάλματος και έγιναν
κονιορτός, ωσάν τον κονιορτόν του αλωνιού κατά το θέρος. Ισχυρός δε άνεμος
διεσκόρπισε τον κονιορτόν, χωρίς να αφήση ούτε ίχνος από αυτά. Ο δε λίθος
εκείνος, που εκτύπησε το άγαλμα, έγινε μέγα όρος και εγέμισεν όλην την γην.
Δαν.
2,36 τοῦτό ἐστι τὸ
ἐνύπνιον καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἐροῦμεν
ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.
Δαν. 2,36 Ιδού, βασιλεύ, ποίον ήτο το όνειρόν σου. Θα είπωμεν
τώρα ενώπιον του βασιλέως και την ερμηνείαν του.
Δαν.
2,37 σύ, βασιλεῦ, βασιλεὺς
βασιλέων, ᾧ ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν ἰσχυρὰν
καὶ κραταιὰν καὶ ἔντιμον ἔδωκεν,
Δαν. 2,37 Συ, βασιλεύ, ο βασιλεύς των βασιλέων, συ είσαι
εκείνος, στον οποίον παρέδωκεν ο Θεός του ουρανού βασιλείαν ισχυράν, κραταιάν,
ένδοξον και τιμημένην. Και έτσι βασιλεύεις
Δαν.
2,38 ἐν παντὶ τόπῳ,
ὅπου κατοικοῦσιν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων,
θηρία τε ἀγροῦ καὶ πετεινὰ οὐρανοῦ καὶ
ἰχθύας τῆς θαλάσσης ἔδωκεν ἐν τῇ χειρί σου καὶ
κατέστησέ σε κύριον πάντων, σὺ εἶ ἡ κεφαλὴ ἡ χρυσῆ.
Δαν. 2,38 εις κάθε περιοχήν, ότου κατοικούν άνθρωποι και
θηρία της υπαίθρου, πτηνά του ουρανού και ιχθύες της θαλάσσης. Εις τα χέρια τα
δικά σου παρέδωκεν αυτά ο Θεός και σε κατέστησε κύριον όλων αυτών. Λοιπόν,
βασιλεύ, συ είσαι η χρυσή κεφαλή του αγάλματος.
Δαν.
2,39 καὶ ὀπίσω σου ἀναστήσεται
βασιλεία ἑτέρα ἥττων σου καὶ βασιλεία τρίτη, ἥτις ἐστὶν
ὁ χαλκός, ἣ κυριεύσει πάσης τῆς γῆς.
Δαν. 2,39 Επειτα από σε θα αναφανή μία βασιλεία μικροτέρα από
την ίδικήν σου και έπειτα από αυτήν θα έλθη τρίτη βασιλεία, η οποία
συμβολίζεται με τον χαλικόν του αγάλματος και θα επεκτείνη την κυριαρχίαν της
επί όλης της γης.
Δαν.
2,40 καὶ βασιλεία τετάρτη,
ἥτις ἔσται ἰσχυρὰ ὡς σίδηρος· ὃν τρόπον
ὁ σίδηρος λεπτύνει καὶ δαμάζει πάντα, οὕτως πάντα λεπτυνεῖ
καὶ δαμάσει.
Δαν. 2,40 Επειτα από αυτήν θα έλθη τετάρτη βασιλεία, η οποία
θα είναι ισχυρά όπως ο σίδηρος. Οπως δε ο σίδηρος συντρίβει και δαμάζει τα
πάντα, έτσι και η βασιλεία αυτή θα συντρίψη και θα υποτάξη τους πάντας υπό την
κυριαρχίαν της.
Δαν.
2,41 καὶ ὅτι εἶδες
τοὺς πόδας καὶ τοὺς δακτύλους μέρος μέν τι ὀστράκινον
μέρος δέ τι σιδηροῦν, βασιλεία διῃρημένη ἔσται, καὶ ἀπὸ
τῆς ῥίζης τῆς σιδηρᾶς ἔσται ἐν αὐτῇ,
ὃν τρόπον εἶδες τὸν σίδηρον ἀναμεμειγμένον τῷ ὀστράκῳ·
Δαν. 2,41 Είδες τους πόδας και τα δάκτυλα του αγάλματος, να
είναι εν μέρει πήλινοι και εν μέρει σιδερένιοι. Τούτο σημαίνει, ότι η βασιλεία
αυτή δεν θα έχη ενότητα, αλλά θα είναι διηρημένη. Και εις αυτήν ταύτην την ως
σίδηρον βάσιν της θα υπάρχη η διαίρεσις και οχι η συνοχή, όπως είδες τον
σίδηρον και τον πηλόν όχι συγκεκολλημένα εις ένα σώμα, αλλά αναμεμιγμένα χωρίς
συνοχήν μεταξύ των.
Δαν.
2,42 καὶ οἱ δάκτυλοι
τῶν ποδῶν μέρος μέν τι σιδηροῦν μέρος δέ τι ὀστράκινον,
μέρος τι τῆς βασιλείας ἔσται ἰσχυρὸν καὶ ἀπ᾿
αὐτῆς ἔσται συντριβόμενον.
Δαν. 2,42 Οι δάκτυλοι των ποδών ήσαν εν μέρει σιδερένιοι και
εν μέρει πήλινοι. Αυτό σημαίνει ότι τμήμα τι της βασιλείας αυτής θα είναι
ισχυρόν, ενώ το άλλο τμήμα θα είναι εύθραυστον.
Δαν.
2,43 ὅτι εἶδες τὸν
σίδηρον ἀναμεμειγμένον τῷ ὀστράκῳ, συμμειγεῖς ἔσονται
ἐν σπέρματι ἀνθρώπων καὶ οὐκ ἔσονται
προσκολλώμενοι οὗτος μετὰ τούτου, καθὼς ὁ σίδηρος οὐκ
ἀναμείγνυται μετὰ τοῦ ὀστράκου.
Δαν. 2,43 Είδες τον σίδηρον ανακατωμένον με τον πηλόν. Αυτό
σημαίνει, ότι ανακατεμένοι θα είναι οι λαοί, που θα αποτελούν αυτήν την
βασιλείαν. Δεν θα έχουν στενόν σύνδεσμον ο ένας με τον άλλον, ώστε να αποτελούν
μίαν ενότητα. Θα είναι, όπως ο σίδηρος, που δεν αναμιγνύεται με τον πηλόν και
δεν αποτελεί αδιάσπαστον ενότητα.
Δαν.
2,44 καὶ ἐν ταῖς
ἡμέραις τῶν βασιλέων ἐκείνων ἀναστήσει ὁ Θεὸς
τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας
οὐ διαφθαρήσεται, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ λαῷ ἑτέρῳ
οὐχ ὑπολειφθήσεται· λεπτυνεῖ καὶ λικμήσει πάσας τὰς
βασιλείας, καὶ αὐτὴ ἀναστήσεται εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 2,44 Κατά την εποχήν των βασιλέων της τετάρτης
βασιλείας, ο Θεός του ουρανού θα αναδείξη μίαν άλλην βασιλείαν, η οποία στους
αιώνας των αιώνων δεν θα καταστραφή. Και έτσι η βασιλεία αυτή του Θεού δεν θα
λείψη, δεν θα δώση τόπον εις άλλην βασιλείαν. Θα συντρίψη δέ, και θα θρυμματίση
και θα λιχνίση όλας τας άλλας βασιλείας· και αυτή θα υψωθή, θα εκταθή και θα
υπάρχη στους αιώνας των αιώνων.
Δαν.
2,45 ὃν τρόπον εἶδες
ὅτι ἀπὸ ὄρους ἐτμήθη λίθος ἄνευ χειρῶν
καὶ ἐλέπτυνε τὸ ὄστρακον, τὸν σίδηρον, τὸν
χαλκόν, τὸν ἄργυρον, τὸν χρυσόν, ὁ Θεὸς ὁ
μέγας ἐγνώρισε τῷ βασιλεῖ ἃ δεῖ γενέσθαι μετὰ
ταῦτα, καὶ ἀληθινὸν τὸ ἐνύπνιον, καὶ
πιστὴ ἡ σύγκρισις αὐτοῦ.
Δαν. 2,45 Οπως είδες, βασιλεύ, ότι, δηλαδή, χωρίς την
επέμβασιν ανθρωπίνης χειρός εκόπη ένας λίθος από όρος και συνέτριψε τον πηλόν,
τον σίδηρον, τον χαλκόν, τον άργυρον και τον χρυσόν, έτσι ο μέγας Θεός
απεκαλυψεν στον βασιλέα τον Ναβουχοδονόσορα, τι θα γίνη στο μέλλον σχετικώς με
τας διαφόρους βασιλείας. Το όνειρον είναι αληθινόν και η ερμηνεία αυτού πιστή
και ακριβής”.
Δαν.
2,46 τότε ὁ βασιλεὺς
Ναβουχοδονόσορ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον καὶ τῷ Δανιὴλ
προσεκύνησε καὶ μαναὰ καὶ εὐωδίας εἶπε σπεῖσαι
αὐτῷ.
Δαν. 2,46 Τοτε ο βασιλεύς ο Ναβουχοδονόσορ έπεσε πρηνής στο
έδαφος και προσκύνησε τον Δανιήλ και διέταξε να προσφέρουν προς χάριν αυτού
αναιμάκτους θυσίας και ευώδη θυμιάματα.
Δαν.
2,47 καὶ ἀποκριθεὶς
ὁ βασιλεὺς εἶπε τῷ Δανιήλ· ἐπ᾿ ἀληθείας
ὁ Θεὸς ὑμῶν αὐτός ἐστι Θεὸς θεῶν
καὶ κύριος τῶν βασιλέων καὶ ἀποκαλύπτων μυστήρια, ὅτι
ἠδυνήθης ἀποκαλύψαι τὸ μυστήριον τοῦτο.
Δαν. 2,47 Είπε δε ο βασιλεύς στον Δανιήλ· “πράγματι ο Θεός
σας αυτός είναι ο Θεός των θεών και ο Κυριος των βασιλέων, ο οποίος φανερώνει
μυστήρια, διότι συ μόνος με την δύναμιν του Θεού σου ημπόρεσες να μου
αποκάλυψης το μυστηριώδες τούτο γεγονός”.
Δαν.
2,48 καὶ ἐμεγάλυνεν ὁ
βασιλεὺς τὸν Δανιὴλ καὶ δόματα μεγάλα καὶ πολλὰ
ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐπὶ
πάσης χώρας Βαβυλῶνος καὶ ἄρχοντα σατραπῶν ἐπὶ
πάντας τοὺς σοφοὺς Βαβυλῶνος.
Δαν. 2,48 Ο βασιλεύς ετίμησε και εδόξασε τον Δανιήλ, του
προσέφερε μεγάλας δωρεάς, τον κατέστησεν αρχηγόν όλης της χώρας της Βαβυλώνος,
άρχοντα των σατραπών και όλων των σοφών της Βαβυλώνος.
Δαν.
2,49 καὶ Δανιὴλ ᾐτήσατο
παρὰ τοῦ βασιλέως, καὶ κατέστησεν ἐπὶ τὰ ἔργα
τῆς χώρας Βαβυλῶνος τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ·
καὶ Δανιὴλ ἦν ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ
βασιλέως.
Δαν. 2,49 Ο Δανιήλ εζήτησε παρά του βασιλέως και διώρισεν
άρχοντας δια τα έργα της περιοχής Βαβυλώνος τον Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ. Ο
δε Δανιήλ έμεινεν εις την αυλήν του βασιλέως.
ΔΑΝΙΗΛ
3
Δαν.
3,1 Ἔτους ὀκτωκαιδεκάτου
Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς ἐποίησεν εἰκόνα χρυσῆν,
ὕψος αὐτῆς πήχεων ἑξήκοντα, εὖρος αὐτῆς
πήχεων ἕξ, καὶ ἔστησεν αὐτὴν ἐν πεδίῳ
Δεειρᾷ, ἐν χώρᾳ Βαβυλῶνος.
Δαν. 3,1 Ο βασιλεύς Νοοβουχοδονόσορ διέταξε κατά το
δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του και κατεσκεύασαν ένα χρυσόν άγαλμα. Το
ύψος του ήτο εξήντα πήχεις και το πλάτος του εξ πήχεις. Το ετοποθέτησε δε εις
την πεδιάδα Δεειρά, εις την περιοχήν της Βαβυλώνος.
Δαν.
3,2 καὶ ἀπέστειλε
συναγαγεῖν τοὺς ὑπάτους καὶ τοὺς στρατηγοὺς
καὶ τοὺς τοπάρχας, ἡγουμένους τε καὶ τυράννους καὶ
τοὺς ἐπ᾿ ἐξουσιῶν καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας
τῶν χωρῶν ἐλθεῖν εἰς τὰ ἐγκαίνια τῆς
εἰκόνος, ἣν ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς.
Δαν. 3,2 Κατόπιν έστειλεν ανθρώπους, να συγκεντρώσουν τους
υπάτους και τους στρατηγούς, τους τοπάρχας, τους προϊσταμένους και τους
άρχοντας, τους κατέχοντας εξουσίας και όλους εν γένει τους άρχοντας των χωρών,
δια να έλθουν εις τα εγκαίνια του αγάλματος, το οποίον έστησεν ο βασιλεύς
Ναβουχσδανόσορ.
Δαν.
3,3 καὶ συνήχθησαν οἱ
τοπάρχαι, ὕπατοι, στρατηγοί, ἡγούμενοι, τύραννοι μεγάλοι, οἱ ἐπ᾿
ἐξουσιῶν καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες τῶν χωρῶν
εἰς τὸν ἐγκαινισμὸν τῆς εἰκόνος, ἣν ἔστησε
Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς, καὶ εἱστήκεισαν ἐνώπιον τῆς
εἰκόνος.
Δαν. 3,3 Πράγματι συνεκεντρώθησαν οι τοπάρχαι, οι ύπατοι,
οι στρατηγοί, οι προϊστάμενοι υπηρεσιών, οι μεγάλοι άρχοντες, οι έχοντες
εξουσίαν, όλοι οι άρχοντες των χωρών εις τα εγκαίνια του αγάλματος, το οποίον
έστησεν ο Ναβουχαδονόσορ ο βασιλεύς. Ολοι αυτοί ήλθαν και εστάθησαν ενώπιον του
αγάλματος.
Δαν.
3,4 καὶ ὁ κήρυξ ἐβόα
ἐν ἰσχύΐ· ὑμῖν λέγεται, λαοί, φυλαί, γλῶσσαι·
Δαν. 3,4 Ο δε κήρυξ εφώναζε με ισχυράν φωνήν· “ακούσατε
σεις, λαοί, φυλαί και γλώσσαι·
Δαν.
3,5 ᾗ ἂν ὥρᾳ
ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ
κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου, συμφωνίας καὶ παντὸς
γένους μουσικῶν, πίπτοντες προσκυνεῖτε τῇ εἰκόνι τῇ
χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς·
Δαν. 3,5 την ώραν, κατά την οποίαν θα ακούσετε τον ήχον
της σάλπιγγος, του αυλού και της κιθάρας, της τετραχόρδου σαμβύκης και του
ψαλτηρίου, συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων, θα πίπτετε
και θα προσκυνήτε το άγαλμα το χρυσόν, το οποίον ο βασιλεύς Ναβουχοδονοσορ
έστησεν.
Δαν.
3,6 καὶ ὃς ἂν
μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ
ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν
καιομένην.
Δαν. 3,6 Εκείνος δέ, ο οποίος δεν θα πέση να προσκυνήση,
θα ριφθή αυτήν την ώραν εις την καιομένην κάμινον του πυρός”.
Δαν.
3,7 καὶ ἐγένετο ὅταν
ἤκουον οἱ λαοὶ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος,
σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ
συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες πάντες οἱ
λαοί, φυλαί, γλῶσσαι, προσεκύνουν τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ,
ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς.
Δαν. 3,7 Οταν λοιπόν οι λαοί ήκουαν τον ήχον της
σάλπιγγας, του αυλού και της κιθάρας, της τετραχόρδου σαμβύκης και του
ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσυκών οργάνων,
έπιπταν εις την γην όλοι οι λαοί, αι φυλαί, αι γλώσσαι και προσκυνούσαν το
άγαλμα το χρυσούν, το οποίον έστησεν ο βασιλεύς Ναβουχσδονόσορ.
Δαν.
3,8 τότε προσήλθοσαν ἄνδρες
Χαλδαῖοι καὶ διέβαλον τοὺς Ἰουδαίους
Δαν. 3,8 Τοτε όμως παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως
μερικοί Χαλδαίοι και κατήγγειλαν τους Ιουδαίους
Δαν.
3,9 τῷ βασιλεῖ
Ναβουχοδονόσορ· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι.
Δαν. 3,9 στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα λέγοντες· “βασιλεύ,
ευχόμεθα στους αιώνας των αιώνων να ζήσης.
Δαν.
3,10 σὺ βασιλεῦ, ἔθηκας
δόγμα πάντα ἄνθρωπον, ὃς ἂν ἀκούσῃ τῆς φωνῆς
τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης καὶ
ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν
Δαν. 3,10 Συ, βασιλεύ, εξέδωσες διαταγήν, σύμφωνα με την
οποίαν κάθε άνθρωπος, ο οποίος θα ακούση τον ήχον της σάλπιγγος και του αυλού,
της κιθάρας και της σαμβύκης, του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός
άλλου είδους μουσικών οργάνων
Δαν.
3,11 καὶ μὴ πεσὼν
προσκυνήσῃ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἐμβληθήσεται
εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην.
Δαν. 3,11 και δεν θα πέση να προσκυνήση το χρυσούν άγαλμα,
θα ριφθή εις την κάμινον του πυρός την καιομένην.
Δαν.
3,12 εἰσὶν ἄνδρες
Ἰουδαῖοι, οὓς κατέστησας ἐπὶ τὰ ἔργα
τῆς χώρας Βαβυλῶνος, Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, οἳ οὐχ
ὑπήκουσαν, βασιλεῦ, τῷ δόγματί σου, τοῖς θεοῖς
σου οὐ λατρεύουσι, καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ
ἔστησας, οὐ προσκυνοῦσι.
Δαν. 3,12 Υπάρχουν, λοιπόν, μεταξύ μας άνδρες Ιουδαίοι, τους
οποίους μάλιστα συ κατέστησας αρχηγούς εις τα έργα της χώρας Βαβυλώνος, ο
Σειδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ, οι οποίοι δεν υπήκουσαν, ω βασιλεύ, εις την
διαταγήν σου· τους θεούς σου δεν λατρεύουν και το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον
συ έστησες, αυτοί δεν το προσκυνούν”.
Δαν.
3,13 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐν
θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀγαγεῖν τὸν
Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, καὶ ἤχθησαν ἐνώπιον
τοῦ βασιλέως.
Δαν. 3,13 Τοτε ο Ναβουχαδρνόσορ επάνω στον θυμόν του και εις
την έκρηξιν της οργής του, διέταξε να φέρουν ενώπιον του τον Σεδράχ, τον Μισάχ
και τον Αβδεναγώ και εκείνοι ωδηγήθησαν ενώπιον του βασιλέως.
Δαν.
3,14 καὶ ἀπεκρίθη
Ναβουχοδονόσορ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ἀληθῶς
Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ
τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα, οὐ
προσκυνεῖτε;
Δαν. 3,14 Ο δε Ναβουχοδονόσορ εις έντονον ύφος ωμίλησε και
είπε προς αυτούς· “πράγματι Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, δεν λατρεύετε τους
ιδικούς μου θεούς και δεν προσκυνείτε το χρυσούν άγαλμα, το οποίον εγώ έστησα;
Δαν.
3,15 νῦν οὖν εἰ
ἔχετε ἑτοίμως, ἵνα ὡς ἂν ἀκούσητε τῆς
φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ
ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν,
πεσόντες προσκυνήσητε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἐποίησα·
ἐὰν δὲ μὴ προσκυνήσητε, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ
ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν
καιομένην. καὶ τίς ἐστι Θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς
ἐκ τῶν χειρῶν μου;
Δαν. 3,15 Τωρα, λοιπόν, να είσθε έτοιμοι, ώστε, όταν
ακούσετε τον ήχον της σάλπιγγος, του αυλού και της κιθάρας, της σαμβύκης και
του ψαλτηρίου, την συμφωνίαν αυτών και παντός άλλου είδους μουσικών οργάνων, να
πέσετε και να προσκυνήσετε το άγαλμα το χρυσούν, το οποίον εγώ έχω
κατασκευάσει. Εάν δε τυχόν και δεν προσκυνήσετε, αυτήν την ώραν θα ριφθήτε εις
την κάμινον του πυρός την καιομένην. Και ποιός είναι ο Θεός εκείνος, ο οποίος
θα σας γλυτώση από τα χέρια μου;”
Δαν.
3,16 καὶ ἀπεκρίθησαν
Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγὼ λέγοντες τῷ βασιλεῖ
Ναβουχοδονόσορ· οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ
τοῦ ῥήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι·
Δαν. 3,16 Ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδεναγώ απεκρίθησαν προς
τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα και είπαν· “στο ερώτημά σου αυτό δεν έχομεν ανάγκην
να σου απαντήσωμεν ημείς.
Δαν.
3,17 ἔστι γὰρ Θεὸς
ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς
λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς
καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν
χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς·
Δαν. 3,17 Διότι υπάρχει ο Θεός μας, ο εν τοις ουρανοίς, τον
οποίον ημείς λατρεύομεν και ο οποίος είναι δυνατός να μας περιφρουρήση από την
φλόγα της καμίνου της καιομένης και να μας γλυτώση από τα χέρια σου, ω βασιλεύ.
18 Αλλά και αυτό εάν δεν γίνη, μάθε, ω
βασιλεύ, ότι ημείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσωμεν, και το άγαλμα, το οποίον
συ έστησες, δεν θα το προσκυνήσωμεν”.
Δαν.
3,18 καὶ ἐὰν
μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς
σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας,
οὐ προσκυνοῦμεν.
Δαν. 3,18 Αλλά και αυτό εάν δεν γίνη, μάθε, ω βασιλεύ, ότι
ημείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσωμεν, και το άγαλμα, το οποίον συ έστησες,
δεν θα το προσκυνήσωμεν”.
Δαν.
3,19 τότε Ναβουχοδονόσορ ἐπλήσθη
θυμοῦ, καὶ ἡ ὄψις τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἠλλοιώθη
ἐπὶ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, καὶ εἶπεν
ἐκκαῦσαι τὴν κάμινον ἑπταπλασίως, ἕως οὗ εἰς
τέλος ἐκκαῇ·
Δαν. 3,19 Τοτε ο Ναβουχοδονόσορ εκυριεύθη από θυμόν· το
πρόσωπόν του ήλλαξεν εναντίον των Σεδράχ, Μισάχ και Αδεναγω και εδωσε διαταγήν
να καύσουν επτά φορές περισσότερον την κάμινον, μέχρις ότου πυρακτωθή εξ
ολοκλήρου.
Δαν.
3,20 καὶ ἄνδρας ἰσχυροὺς
ἰσχύϊ εἶπε πεδήσαντας τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγὼ
ἐμβαλεῖν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν
καιομένην.
Δαν. 3,20 Διέταξεν επίσης άνδρας ισχυρούς, να δέσουν τον
Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδεναγώ και να τους ρίψουν εις την καιομένην κάμινον
του πυρός.
Δαν.
3,21 τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι
ἐπεδήθησαν σὺν τοῖς σαραβάροις αὐτῶν καὶ
τιάραις καὶ περικνημίσι καὶ ἐβλήθησαν εἰς τὸ
μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης,
Δαν. 3,21 Τοτε οι τρεις αυτοί άνδρες εδέθησαν μαζή με τα
ενδύματά των, με τα καλύμματα της κεφαλής των και τας περισκελίδας των και
ερρίφθησαν στο μέσον της καμίνου του πυρός της καιομένης,
Δαν.
3,22 ἐπεὶ τὸ ῥῆμα
τοῦ βασιλέως ὑπερίσχυσε καὶ ἡ κάμινος ἐξεκαύθη ἐκ
περισσοῦ.
Δαν. 3,22 διότι η διαταγή του βασιλέως ήτο ρητή και έντονος,
η δε κάμινος εξεκαύθη με το παραπάνω.
Δαν.
3,23 καὶ οἱ τρεῖς
οὗτοι, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγώ, ἔπεσον εἰς
μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης πεπεδημένοι.
Δαν. 3,23 Οι τρεις αυτοί νέοι, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο
Αβδεναγώ, ερρίφβησαν με ορμήν δεμένοι στο μέσον της αναμμένης καμίνου του
πυρός.
Δαν.
3,24 καὶ περιεπάτουν ἐν
μέσῳ τῆς φλογὸς ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ
εὐλογοῦντες τὸν Κύριον.
Δαν. 3,24 Περιπατούσαν δε αυτοί ανάμεσα εις τας φλόγας της
καμίνου, υμνούντες τον Θεόν και δοξολογούντες τον Κυριον.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΖΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
ΠΑΙΔΩΝ
Δαν.
3,25 Καὶ συστὰς Ἀζαρίας
προσηύξατο οὕτως καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ
ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς εἶπεν·
Δαν. 3,1 Σταθείς δε όρθιος ο Αζαρίας εν μέσω του πυρός,
ήνοιξε το στόμα αυτού, προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπε·
Δαν.
3 ,26 Εὐλογητὸς εἶ,
Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετός,
καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας,
Δαν. 3,26 “Ευλογημένος είσαι, Κυριε ο Θεός των πατέρων μας,
άξιος παντός επαίνου· δοξασμένον το Ονομά σου στους αιώνας των αιώνων.
Δαν.
3,27 ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ
πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν, καὶ πάντα τὰ
ἔργα σου ἀληθινά, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί
σου, καὶ πᾶσαι αἱ κρίσεις σου ἀλήθεια,
Δαν. 3,27 Διότι είσαι δίκαιος εις όλα εκείνα, τα οποία έκαμες
προς ημάς. Ολα τα έργα σου είναι αληθινά. Αι οδοί, τας οποίας συ έδωσες εντολήν
να ακολουθώμεν, είναι ευθείαι και ασφαλείς. Ολαι αι αποφάσεις σου ορθαί.
Δαν.
3,28 καὶ κρίματα ἀληθείας
ἐποίησας κατὰ πάντα, ἃ ἐπήγαγες ἡμῖν καὶ
ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν τὴν τῶν
πατέρων ἡμῶν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἐν ἀληθείᾳ
καὶ κρίσει ἐπήγαγες ταῦτα πάντα, διὰ τὰς ἁμαρτίας
ἡμῶν.
Δαν. 3,28 Δικαίας αποφάσεις αλαθήτου κρίσεως εξέδωσες δι'
όλας εκείνας τας τιμωρίας και θλίψεις, τας οποίας έστειλες εις ημάς και
εναντίον της Ιερουσαλήμ, της αγίας πόλεως των προγόνων μας. Διότι με ακρίβειαν
και με δικαίαν κρίσιν επέφερες όλα αυτά εναντίον μας εξ αιτίας των αμαρτιών
μας.
Δαν.
3,29 ὅτι ἡμάρτομεν
καὶ ἠνομήσαμεν ἀποστῆναι ἀπὸ σοῦ καὶ
ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καὶ τῶν ἐντολῶν
σου οὐκ ἠκούσαμεν,
Δαν. 3,29 Διότι ημείς ημαρτήσαμεν, παρέβημεν τον Νομον σου
και απεμακρύνθημεν από σέ.
Δαν.
3,30 οὐδὲ
συνετηρήσαμεν οὐδὲ ἐποιήσαμεν καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν,
ἵνα εὖ ἡμῖν γένηται.
Δαν. 3,30 Ημαρτήσαμεν εις όλα, δεν υπηκούσαμεν εις τας
εντολάς σου, δεν εφυλάξαμεν και δεν επράξαμεν σύμφωνα με εκείνα, τα οποία συ
μας είχες διατάξει, δια να ζήσωμεν ευτυχείς και ασφαλείς.
Δαν.
3,31 καὶ πάντα, ὅσα ἐπήγαγες
ἡμῖν καὶ πάντα ὅσα ἐποίησας ἡμῖν, ἐν
ἀληθινῇ κρίσει ἐποίησας
Δαν. 3,31 Δια τούτο όλα όσα συ έφερες εναντίον μας, όλα όσα
έπραξες εις τιμωρίαν μας, τα έκαμες κατά δίκαιον και αληθινήν κρίσιν.
Δαν.
3,32 καὶ παρέδωκας ἡμᾶς
εἰς χεῖρας ἐχθρῶν ἀνόμων, ἐχθίστων ἀποστατῶν,
καὶ βασιλεῖ ἀδίκῳ καὶ πονηροτάτῳ παρὰ
πᾶσαν τὴν γῆν.
Δαν. 3,32 Και παρέδωκες ημάς εις χείρας παρανόμων εχθρών,
αποστατών, μισητοτάτων, εις χείρας βασιλέως αδίκου και μοχθηροτάτου από όλους
τους βασιλείς της γης.
Δαν.
3,33 καὶ νῦν οὐκ
ἔστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τὸ στόμα· αἰσχύνη
καὶ ὄνειδος ἐγενήθημεν τοῖς δούλοις σου καὶ τοῖς
σεβομένοις σε.
Δαν. 3,33 Τωρα δέ, Κυριε, δεν έχομεν το σθένος να ανοίξωμεν το
στόμα μας προς σέ. Καταισχύνη και όνειδος εγίναμεν δια τους δούλους σου, που σε
υπηρετούν, δια τους ανθρώπους οι οποίοι σε λατρεύουν.
Δαν.
3,34 μὴ δὴ παραδῴης
ἡμᾶς εἰς τέλος διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ μὴ
διασκεδάσῃς τὴν διαθήκην σου
Δαν. 3,34 Αλλά σε ικετεύομεν· δια το άγιον και φιλάνθρωπον
Ονομά σου μη μας παραδώσης εις πλήρη όλεθρον και μη διαλύσης την συιμφωνίαν,
που συνήψες με τους πατέρας μας.
Δαν.
3,35 καὶ μὴ ἀποστήσῃς
τὸ ἔλεός σου ἀφ᾿ ἡμῶν διὰ Ἁβραὰμ
τὸν ἠγαπημένον ὑπὸ σοῦ καὶ διὰ Ἰσαὰκ
τὸν δοῦλόν σου καὶ Ἰσραὴλ τὸν ἅγιόν
σου,
Δαν. 3,35 Μη απομακρύνης από ημάς το έλεός σου προς χάριν του
αγαπητού σου Αβραάμ, προς χάριν του δούλου σου Ισαάκ και του Ιακώβ, του αγίου
σου.
Δαν.
3,36 οἷς ἐλάλησας
πληθῦναι τὸ σπέρμα αὐτῶν ὡς τὰ ἄστρα
τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν
παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης.
Δαν. 3,36 Εις αυτούς είπες και υπεσχέθης, να πληθύνης τους
απογόνους των και να τους αναδείξης ως προς το πλήθος ωσάν τα άστρα του ουρανού
και ωσάν την άμιμον, που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης.
Δαν.
3,37 ὅτι, δέσποτα, ἐσμικρύνθημεν
παρὰ πάντα τὰ ἔθνη καί ἐσμεν ταπεινοὶ ἐν
πάσῃ τῇ γῇ σήμερον διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν,
Δαν. 3,37 Σε παρακαλούμεν θερμώς, Δέσποτα, διότι ημείς
σήμερον εγίναμεν ολιγώτεροι και μικρότεροι από όλα τα έθνη. Εξ αιτίας των
αμαρτιών μας είμεθα σήμερον εις όλην την οικουμένην εξευτελισμένοι και άσημοι.
Δαν.
3,38 καὶ οὐκ ἔστιν
ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ ἄρχων καὶ προφήτης καὶ
ἡγούμενος, οὐδὲ ὁλοκαύτωσις οὐδὲ θυσία οὐδὲ
προσφορὰ οὐδὲ θυμίαμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι
ἐνώπιόν σου καὶ εὑρεῖν ἔλεος·
Δαν. 3,38 Εις την εποχήν μας αυτήν δεν υπάρχει βασιλεύς δι'
ημάς, ούτε προφήτης, ούτε κανένας άλλος άρχων. Δεν προσφέρονται πλέον
ολοκαυτώματα, ούτε αναίμακτοι θυσίαι, ούτε θυμίαμα, ούτε και υπάρχει ναός και
θυσιαστήριον, δια να προσφέρωμεν ενώπιόν σου τας θυσίας μας και να εύρωμεν
έλεος.
Δαν.
3,39 ἀλλ᾿ ἐν
ψυχῇ συντετριμμένῃ καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν ὡς
ἐν ὁλοκαυτώμασι κριῶν καὶ ταύρων καὶ ὡς ἐν
μυριάσιν ἀρνῶν πιόνων,
Δαν. 3,39 Αλλά ας προσφερθώμεν ως θυσία ενώπιόν σου και ας
γίνωμεν δεκτοί από σε με ψυχήν συντετριμμένην και πνεύμα ταπεινωμένον.
Δαν.
3,40 οὕτως γενέσθω ἡ
θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου σήμερον καὶ ἐκτελέσαι ὄπισθέν
σου, ὅτι οὐκ ἔσται αἰσχύνη τοῖς πεποιθόσιν ἐπὶ
σέ.
Δαν. 3,40 Συ δέ, Κυριε, εν τω ελέει σου, όπως θα εδέχεσο
ολοκαυτώματα κριών και ταύρων και μυριάδων αμνών καλοθρεμμένων, έτσι ας γίνη
σήμερα δεκτή η θυσία μας αυτή ενώπιόν σου. Σε ακολουθούντες προσφέρομεν αυτήν
την θυσίαν, διότι είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα έντραπούν ποτέ εκείνοι,
οι οποίοι έχουν πίστιν και στηρίζουν την πεποίθησιν των εις σέ.
Δαν.
3,41 καὶ νῦν ἐξακολουθοῦμεν
ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ φοβούμεθά σε καὶ ζητοῦμεν
τὸ πρόσωπόν σου, μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς,
Δαν. 3,41 Διότι και τώρα ακόμη ακολουθούμεν τας εντολάς σου
με όλην μας την καρδίαν. Σε σεβόμεθα και αναζητούμεν μετά πόθου το πρόσωπόν
σου.
Δαν.
3,42 ἀλλὰ ποίησον
μεθ᾿ ἡμῶν κατὰ τὴν ἐπιείκειάν σου καὶ
κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου
Δαν. 3,42 Μη μας κατεντροπιάσης, Κυριε, αλλά δείξε και εις
την περίστασιν αυτήν απέναντί μας την επιείκειάν σου και το πλήθος του ελέους σου.
Δαν.
3,43 καὶ ἐξελοῦ
ἡμᾶς κατὰ τὰ θαυμάσιά σου καὶ δὸς δόξαν τῷ
ὀνόματί σου, Κύριε.
Δαν. 3,43 Συμφωνα με τα αναρίθμητα θαύμαστά σου έργα, που
έχεις πράξει εις προστασίαν του λαού σου, γλύτωσέ μας και σήμερα και δόξασε
έτσι το Ονομά σου. Ας καταισχυνθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι φέρονται με σκληρόν
τρόπον και διαπράττουν κακότητας στους δούλους σου.
Δαν.
3,44 καὶ ἐντραπείησαν
πάντες οἱ ἐνδεικνύμενοι τοῖς δούλοις σου κακὰ καὶ
καταισχυνθείησαν ἀπὸ πάσης δυναστείας, καὶ ἡ ἰσχὺς
αὐτῶν συντριβείη·
Δαν. 3,44 Ας καταισχυνθούν και ας αποδειχθή ανύπαρκτος και
ανίσχυρος η εναντίον μας δύναμίς των. Ας συντριβή η ισχύς των.
Δαν.
3,45 καὶ γνώτωσαν ὅτι
σὺ εἶ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ ἔνδοξος ἐφ᾿
ὅλην τὴν οἰκουμένην.
Δαν. 3,45 Και ας μάθουν, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Κυριος
και Θεός, ένδοξος εις όλην την οικουμένην”!
Δαν.
3,46 Καὶ οὐ διέλιπον
οἱ ἐμβάλλοντες αὐτοὺς ὑπηρέται τοῦ βασιλέως
καίοντες τὴν κάμινον νάφθαν καὶ πίσσαν καὶ στυππίον καὶ
κληματίδα.
Δαν. 3,46 Οι υπηρέται του βασιλέως, οι οποίοι είχαν ρίψει
αυτούς εις την κάμινον, ετροφοδοτούσαν ακαταπαύστως το πυρ με νάφθαν και πίσσαν
και στουπί και κληματόβεργες.
Δαν.
3,47 καὶ διεχεῖτο ἡ
φλὸξ ἐπάνω τῆς καμίνου ἐπὶ πήχεις
τεσσαρακονταεννέα.
Δαν. 3,47 Η φλόγα έβγαινε και ανήρχετο επάνω από την κάμινον
εις ύψος σαρανταεννέα πήχεων.
Δαν.
3,48 καὶ διώδευσε καὶ
ἐνεπύρισεν οὕς εὗρε περὶ τὴν κάμινον τῶν
Χαλδαίων.
Δαν. 3,48 Εξηπλώθη ολόγυρα και έκαυσε τους Χαλδαίους, που
ήσαν γύρω από την κάμινον.
Δαν.
3,49 ὁ δὲ ἄγγελος
Κυρίου συγκατέβη ἅμα τοῖς περὶ τὸν Ἀζαρίαν εἰς
τὴν κάμινον καὶ ἐξετίναξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς
ἐκ τῆς καμίνου
Δαν. 3,49 Αγγελος δε Κυρίου κατέβη και ήτο μαζή με τους περί
τον Αζαρίαν εντός της καμίνου. Αυτός εξετίναξε την φλόγα του πυρός από την
κάμινον
Δαν.
3,50 καὶ ἐποίησε τὸ
μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον, καὶ οὐχ
ἥψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ καὶ οὐκ
ἐλύπησεν οὐδὲ παρηνώχλησεν αὐτοῖς.
Δαν. 3,50 και έκαιμεν, ώστε στο μέσον της καμίνου να υπάρχη
δροσερός, ελαφρώς συρίζων αήρ. Ετσι δε το πυρ ούτε και τους ήγγισε καν, ούτε
τους εστενοχώρησε, ούτε και τους ηνώχλησε καθόλου.
Δαν.
3,51 Τότε οἱ τρεῖς ὡς
ἐξ ἑνὸς στόματος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ
ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ
λέγοντες·
Δαν. 3,51 Τοτε οι τρεις παίδες, ως εάν είχαν ένα στόμα,
υμνολογούσαν και εδοξαζαν και ευλογούσαν τον Θεόν μέσα εις την, κάμινον
λέγοντες·
Δαν.
3,52 Εὐλογητὸς εἶ,
Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸς
καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ
εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης σου τὸ ἅγιον
καὶ ὑπεραινετὸν καὶ ὑπερυψούμενον εἰς
πάντας τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,52 “Ευλογημένος είσαι, Κυριε ο Θεός των πατέρων μας,
άξιος πάσης υμνολογίας, και υπερυψούμενος στους αιώνας. Ευλογημένον ας είναι το
άγιον Ονομα της δόξης σου, ανώτερον από κάθε υμνολογίαν, υπερυψούμενον εις
όλους τους αιώνας.
Δαν.
3,53 εὐλογημένος εἶ ἐν
τῷ ναῷ τῆς ἁγίας δόξης σου καὶ ὑπερύμνητος
καὶ ὑπερένδοξος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,53 Ευλογημένος είσαι στον ναόν της αγίας δόξης σου,
ανώτερος από κάθε ύμνον, και υπερένδοξος στους αιώνας.
Δαν.
3,54 εὐλογημένος εἶ ὁ
ἐπιβλέπων ἀβύσσους, καθήμενος ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ
αἰνετὸς καὶ ὑπερυψούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,54 Ευλογημένος είσαι συ, που επιβλέπεις τα απύθμενα
βάθη των θαλασσών, συ που κάθεσαι επάνω εις τα Χερουβίμ, άξιος παντός ύμνου,
και υπερυψούμενος εις όλους τους αιώνας.
Δαν.
3,55 εὐλογημένος εἶ ἐπὶ
θρόνου τῆς βασιλείας σου καὶ ὑπερύμνητος καὶ ὑπερυψούμενος
εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,55 Ευλογημένος είσαι συ, ο οποίος κάθεσαι επί του
λαμπρού θρόνου της ενδόξου βασιλείας σου, ανώτερος από κάθε ύμνον και άξιος να
μεγαλύνεσαι στους αιώνας.
Δαν.
3,56 εὐλογημένος εἶ ἐν
τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὑμνητὸς
καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,56 Ευλογημένος είσαι συ, ο οποίος κυριαρχείς στο
στερέωμα του ουρανού, άξιος να υμνήσαι και να δοξάζεσαι στους αιώνας.
Δαν.
3,57 εὐλογεῖτε,
πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ
ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,57 Ευλογείτε τον Κυριον όλα τα δημιουργήματα του
Κυρίου. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
Δαν.
3,58 εὐλογεῖτε, οὐρανοὶ
τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν
εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,58 Ευλογείτε τον Κυριον οι ουρανοί, υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,59 εὐλογεῖτε, ἄγγελοι
Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,59 Αγγελοι Κυρίου ευλογείτε τον Κυριον, υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
Δαν.
3,60 εὐλογεῖτε, ὕδατα
πάντα τὰ ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ τὸν
Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν
εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,60 Ολα τα υπεράνω του ουρανού ύδατα, ευλογείτε τον
Κυριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,61 εὐλογεῖτε, πᾶσαι
αἱ δυνάμεις Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,61 Ολαι αι δυνάμεις του Κυρίου, ας δοξάζετε τον
Κυριον· υμνείτε το μεγαλείον του, μεγαλύνατε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,62 εὐλογεῖτε, ἥλιος
καὶ σελήνη τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,62 Ηλιος και σελήνη, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,63 εὐλογεῖτε, ἄστρα
τοῦ οὐρανοῦ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ
ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,63 Ολα τα άστρα του ουρανού, ευλογείτε τον Κυριον.
Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,64 εὐλογείτω πᾶς ὄμβρος
καὶ δρόσος τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,64 Καθε βροχή και κάθε δρόσος, ευλογείτε τον Κυριον.
Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
Δαν.
3,65 εὐλογεῖτε,
πάντα τὰ πνεύματα τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,65 Ολοι οι άνεμοι, δοξάζετε τον Κυριον. Υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
Δαν.
3,66 εὐλογεῖτε, πῦρ
καὶ καῦμα τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,66 Πυρ και θερμότης, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3 ,67 [εὐλογεῖτε, ψῦχος
καὶ καύσων τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,67 Ψύχος και καύμα, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
Δαν.
3,68 εὐλογεῖτε,
δρόσοι καὶ νιφετοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ
ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας].
Δαν. 3,68 Δροσιές και χιόνια, Ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε
και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
Δαν.
3,71 εὐλογεῖτε,
νύκτες καὶ ἡμέραι τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ
ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,71 Νυκτες και ημέραι, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε
και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,71 εὐλογεῖτε, φῶς
καὶ σκότος τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,71 Φως και σκότος, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,71α εὐλογεῖτε, πάγος
καὶ ψῦχος τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,71α Παγος και ψύχος, ευλογείτε τον
Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,71β εὐλογεῖτε, ψῦχος
καὶ καῦμα, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.]
Δαν. 3,71β Ψύχος και καύσων, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,72 εὐλογεῖτε,
πάχναι καὶ χιόνες, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,72 Παχναι και χιόνες, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε
και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,73 εὐλογεῖτε, ἀστραπαὶ
καὶ νεφέλαι τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,73 Αστραπαί και νεφέλαι, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε
και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,74 εὐλογείτω ἡ γῆ
τὸν Κύριον· ὑμνείτω καὶ ὑπερυψούτω αὐτὸν
εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,74 Ολόκληρος η γη ας δοξάζη τον Κυριον. Ας υμνη και ας
υπερυψώνη αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,75 εὐλογεῖτε, ὄρη
καὶ βουνοὶ τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,75 Ορη και λόφοι, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,76 εὐλογεῖτε,
πάντα τά φυόμενα ἐν τῇ γῇ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε
καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,76 Ολα όσα φυτρώνουν εις την γην, ευλογείτε τον
Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,77 εὐλογεῖτε,
θάλασσα καὶ ποταμοί, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ
ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,77 Θαλασσα και ποταμοί, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε
και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,78 εὐλογεῖτε, αἱ
πηγαί, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,78 Πηγαί υδάτων, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,79 εὐλογεῖτε, κήτη
καὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐν τοῖς ὕδασι, τὸν
Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν
εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,79 Τα μεγάλα κήτη, οι ιχθύες της θαλάσσης και όλα όσα
κινούνται εις τα ύδατα, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις
τους αιώνας
Δαν.
3,80 εὐλογεῖτε,
πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὸν
Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν
εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,80 Ολα τα πτηνά του ουρανού, ευλογείτε τον Κυριον.
Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,81 εὐλογεῖτε,
πάντα τά θηρία καὶ τὰ κτήνη, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε
καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,81 Ολα τα θηρία της γης και όλα τα ήμερα ζώα, ευλογείτε
τον Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
Δαν.
3,82 εὐλογεῖτε, υἱοὶ
τῶν ἀνθρώπων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,82 Υιοί των ανθρώπων, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε
και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,83 εὐλογεῖτε, Ἰσραήλ,
τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν
εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,83 Ισραηλίται, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,84 εὐλογεῖτε, ἱερεῖς
Κυρίου, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,84 Ιερείς του Κυρίου, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε
και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,85 εὐλογεῖτε, δοῦλοι
Κυρίου, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,85 Δούλοι Κυρίου, ευλογείτε τον Κυριον. Υμνείτε και
υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας.
Δαν.
3,86 εὐλογεῖτε,
πνεύματα καὶ ψυχαὶ δικαίων, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε
καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,86 Πνεύματα και ψυχαί δικαίων, ευλογείτε τον Κυριον,
υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,87 εὐλογεῖτε, ὅσιοι
καὶ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε
καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Δαν. 3,87 Οσιοι και ταπεινοί κατά την καρδίαν, ευλογείτε τον
Κυριον. Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας.
Δαν.
3,88 εὐλογεῖτε, Ἀνανία,
Ἀζαρία, Μισαήλ, τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε
αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι ἐξείλετο
ἡμᾶς ἐξ ᾅδου καὶ ἐκ χειρὸς θανάτου ἔσωσεν
ἡμᾶς, ἐῤῥύσατο ἡμᾶς ἐκ μέσου
καμίνου καιομένης φλογὸς καὶ ἐκ μέσου πυρὸς ἐῤῥύσατο
ἡμᾶς.
Δαν. 3,88 Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ, ευλογείτε τον Κυριον.
Υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν στους αιώνας, διότι μας έβγαλεν από τον άδην, μας
έσωσεν από τα χέρια του θανάτου, μας εγλύτωσεν από το μέσον της καμίνου, από τη
καιομένην φλόγα. Μας έσωσεν ανάμεσα από την φωτιάν.
Δαν.
3,89 ἐξομολογεῖσθε τῷ
Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα
τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
Δαν. 3,89 Δοξολογήσατε τον Κυριον, ιδιότι είναι αγαθός και
διότι το έλεός του είναι αιώνιον.
Δαν.
3,90 εὐλογεῖτε,
πάντες οἱ σεβόμενοι τὸν Κύριον τὸν Θεὸν τῶν θεῶν,
ὑμνεῖτε καὶ ἐξομολογεῖσθε, ὅτι εἰς τὸν
αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
Δαν. 3,90 Ολοι σεις, που τον λατρεύετε, ευλογείτε τον Κυριον,
που είναι Θεός των θεών. Υμνείτε και δοξολογείτε αυτόν, διότι το έλεός του
είναι αιώνιον”. (Τέλος της προσευχής και του ύμνου).
Δαν.
3,91 Καὶ Ναβουχοδονόσορ ἤκουσεν
ὑμνούντων αὐτῶν καὶ ἐθαύμασε καὶ ἐξανέστη
ἐν σπουδῇ καὶ εἶπε τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ·
οὐχὶ ἄνδρας τρεῖς ἐβάλομεν εἰς τὸ
μέσον τοῦ πυρὸς πεπεδημένους; καὶ εἶπον τῷ βασιλεῖ·
ἀληθῶς, βασιλεῦ.
Δαν. 3,91 Ο Ναβουχοδανόσορ, ήκουσεν αυτούς να υμνολογούν τον
Θεόν, εκυριεύθη από θαυμασμόν, ανεπήδησε βιαστικά από το θρόνον του και είπεν
στους μεγιστάνας του· “τρεις άνδρας δεμένους δεν ερρίψαμεν ημείς στο μέσον του
πυρός;” Εκείνοι απήντησαν στον βασιλέα· “πράγματι, βασιλεύ, έτσι είναι”.
Δαν.
3,92 καὶ εἶπεν ὁ
βασιλεύς· ἰδοὺ ἐγὼ ὁρῶ ἄνδρας
τέσσαρας λελυμένους καὶ περιπατοῦντας ἐν μέσῳ τοῦ
πυρός, καὶ διαφθορὰ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς,
καὶ ἡ ὅρασις τοῦ τετάρτου ὁμοία υἱῷ
Θεοῦ.
Δαν. 3,92 Ο βασιλεύς είπεν· “ιδού εγώ βλέπω τέσσαρας άνδρας
λυμένους να περιπατούν εν τω μέσω του πυρός. Δεν βλέπω να υπάρχη καμμία βλάβη
εις αυτούς από το πυρ, η δε όψις του τετάρτου δεν είναι όμοια προς άνθρωπον,
αλλά προς υιόν Θεού”.
Δαν.
3,93 τότε προσῆλθε
Ναβουχοδονόσορ πρὸς τὴν θύραν τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς
τῆς καιομένης καὶ εἶπε· Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, οἱ
δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, ἐξέλθετε καὶ
δεῦτε. καὶ ἐξῆλθον Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγὼ ἐκ
μέσου τοῦ πυρός.
Δαν. 3,93 Ο Ναβουχοδονόσορ ο ίδιος επλησίασεν εις την θύραν
της καμίνου του πυρός, η οποία εξακολουθούσε να καίεται, και είπε· “Σεδράχ,
Μισάχ και Αβδεναγώ, δούλοι του Θεού του Υψίστου, εβγάτε αο την κάμινον και
ελάτε εδώ”. Ο Σεδράχ ο Μισαχ και ο Αβδεναγώ εβγήκαν εκ του μέσου του πυρός.
Δαν.
3,94 καὶ συνάγονται οἱ
σατράπαι καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ τοπάρχαι καὶ
οἱ δυνάσται τοῦ βασιλέως καὶ ἐθεώρουν τοὺς ἄνδρας
ὅτι οὐκ ἐκυρίευσε τὸ πῦρ τοῦ σώματος αὐτῶν,
καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτῶν οὐκ
ἐφλογίσθη, καὶ τὰ σαράβαρα αὐτῶν οὐκ ἠλλοιώθη,
καὶ ὀσμὴ πυρὸς οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς.
Δαν. 3,94 Τοτε οι σατράπαι και οι στρατηγοί και οι τοπάρχαι
και οι άρχοντες του βασιλέως, έβλεπαν με θαυμασμόν τους τρεις αυτούς άνδρας,
διότι δεν τους είχε θίξει καθόλου το πυρ· ούτε μία τρίχα της κεφαλής των δεν
είχε καή. Τα ενδύματά των δεν μετεβλήθησαν καθόλου· ούτε καν οσμή πυρός δεν
υπήρχεν επάνω εις αυτούς.
Δαν.
3,95 καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ
ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς ὁ
Θεὸς τοῦ Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, ὃς ἀπέστειλε τὸν
ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλατο τοὺς παῖδας
αὐτοῦ, ὅτι ἐπεποίθεισαν ἐπ᾿ αὐτῷ
καὶ τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως ἠλλοίωσαν καὶ
παρέδωκαν τὰ σώματα αὐτῶν εἰς πῦρ, ὅπως μὴ
λατρεύσωσι μηδὲ προσκυνήσωσι παντὶ θεῷ, ἀλλ᾿ ἢ
τῷ Θεῷ αὐτῶν.
Δαν. 3,95 Ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ έλαβε τον λόγον μέ
επισημότητα και είπεν· “ευλογημένος ας είναι ο Θεός των Σεδράχ, Μισάχ και
Αβδεναγώ, ο οποίος έστειλε τον άγγελον αυτού και εγλύτωσε τους παίδας του, οι
οποίοι, επειδή είχαν πίστιν εις αυτόν, παρέβησαν την διαταγήν του βασιλέως και
παρέδωκαν τα σώματά των εις την φωτιάν, δια να μη υποχωρήσουν και λατρεύσουν
και προσκυνήσουν άλλον θεόν, ειμί μόνον τον Θεόν των.
Δαν.
3,96 καὶ ἐγὼ ἐκτίθεμαι
δόγμα· πᾶς λαός, φυλή, γλῶσσα, ἣ ἐὰν εἴπῃ
βλασφημίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, εἰς
ἀπώλειαν ἔσονται καὶ οἱ οἶκοι αὐτῶν εἰς
διαρπαγήν, καθότι οὐκ ἔστι θεὸς ἕτερος, ὅστις
δυνήσεται ῥύσασθαι οὕτως.
Δαν. 3,96 Εγώ, λοιπόν εκδίδω διαταγήν, κάθε άνθρωπος οιουδήποτε
λαού, οιασδήποτε φυλής και γλώσσης, ο οποίος θα τολμήση να εκστομίση βλασφημίαν
εναντίον του Θεού του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδεναγώ, θα παραδοθή εις
θάνατον, ο δε οίκος και η περιουσία του θα δημευθούν, διότι δεν υπάρχει άλλος
Θεός, ο οποίος να ημπορή κατ' αυτόν τον θαυμαστόν τρόπον να σώζη τους ανθρώπους
του”!
Δαν.
3,97 τότε ὁ βασιλεὺς
κατεύθυνε τὸν Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγὼ ἐν τῇ χώρᾳ
Βαβυλῶνος καὶ ηὔξησεν αὐτοὺς καὶ ἠξίωσεν.
αὐτοὺς ἡγεῖσθαι πάντων τῶν Ἰουδαίων τῶν
ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.
Δαν. 3,97 Τοτε ο βασιλεύς ώρισε διοικητάς τον Σεδράχ, τον
Μισάχ και τον Αβδεναγώ εις την χώραν της Βαβυλώνος. Τους εδόξασε και τους
έδωσεν αξιώμα, ώστε να είναι αρχηγοί όλων των Ιουδαίων, που υπήρχον εις την
βασιλείαν του. Εξέδωσε δε την εξής διαταγήν.
ΔΑΝΙΗΛ
4
Δαν.
4,1 Ναβουχοδονόσορ ὁ
βασιλεὺς πᾶσι τοῖς λαοῖς, φυλαῖς καὶ
γλώσσαις τοῖς οἰκοῦσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ·
εἰρήνη ὑμῖν πληθυνθείη·
Δαν. 4,1 “Εγώ ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, απευθύνομαι προς
όλους τους ανθρώπους όλων των λαών, των φύλων και των γλωσσών, που κατοικούν
εις όλον τον κόσμον, ας είναι πλουσία και αμετακίνητος μεταξύ σας η ειρήνη.
Δαν.
4,2 τὰ σημεῖα καὶ
τὰ τέρατα, ἃ ἐποίησε μετ᾿ ἐμοῦ ὁ Θεὸς
ὁ Ὕψιστος, ἤρεσεν ἐναντίον ἐμοῦ ἀναγγεῖλαι
ὑμῖν
Δαν. 4,2 Μου εφάνη αρεστόν να αναγγείλω εις σας τα καταπληκτικά
σημεία και τα θαυμαστά γεγονότα, τα οποία έκαμεν εις εμέ ο Υψιστος Θεός,
Δαν.
4,3 ὡς μεγάλα καὶ ἰσχυρά·
ἡ βασιλεία αὐτοῦ βασιλεία αἰώνιος καὶ ἡ ἐξουσία
αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.
Δαν. 4,3 να σας πω πόσον μεγάλα και θαυμαστά ήσαν. Η
βασιλεία του είναι βασιλεία αιωνία και η εξουσία του εκτείνεται εις όλας τας
γενεάς των γενεών”.
Δαν.
4,4 Ἐγὼ
Ναβουχοδονόσορ εὐθηνῶν ἤμην ἐν τῷ οἴκῳ
μου καὶ εὐθαλῶν.
Δαν. 4,1 Εγώ ο Ναβουχοδονόσορ ήμουν κατά πάντα υγιής και
ευτυχής εις τα ανάκτορά μου.
Δαν.
4,5 ἐνύπνιον εἶδον,
καὶ ἐφοβέρισέ με, καὶ ἐταράχθην ἐπὶ τῆς
κοίτης μου, καὶ αἱ ὁράσεις τῆς κεφαλῆς μου ἐτάραξάν
με.
Δαν. 4,5 Είδα όμως ένα όνειρον, το οποίον με κατεφόβισεν.
Εξηπλωμένος επάνω εις την κλίνην μου εταράχθην. Τα οράματα αυτά της διανοίας
μου με συνεκλόνισαν.
Δαν.
4,6 καὶ δι᾿ ἐμοῦ
ἐτέθη δόγμα τοῦ εἰσαγαγεῖν ἐνώπιόν μου πάντας τοὺς
σοφοὺς Βαβυλῶνος, ὅπως τὴν σύγκρισιν τοῦ ἐνυπνίου
γνωρίσωσί μοι.
Δαν. 4,6 Εξέδωσα, λοιπόν, διαταγήν να παρουσιάσουν ενώπιόν
μου όλους τους σοφούς της Βαβυλώνος, δια να μου δώσουν την ερμηνείαν του
ονείρου αυτού.
Δαν.
4,7 καὶ εἰσεπορεύοντο
οἱ ἐπαοιδοί, μάγοι, γαζαρηνοί, Χαλδαῖοι, καὶ τὸ ἐνύπνιον
ἐγὼ εἶπα ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ τὴν
σύγκρισιν αὐτοῦ οὐκ ἐγνώρισάν μοι,
Δαν. 4,7 Ηλθαν προς εμέ οι εξορκισταί, οι μάγοι, οι
αστρολόγοι Χαλδαίοι και εγώ είπα προς αυτούς το ενύπνιόν μου, αλλά εκείνοι δεν
κατώρθωσαν να μου δώσουν την ερμηνείαν του,
Δαν.
4,8 ἕως ἦλθε
Δανιήλ, οὗ τὸ ὄνομα Βαλτάσαρ κατὰ τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ μου, ὃς πνεῦμα Θεοῦ ἅγιον ἐν
ἑαυτῷ ἔχει, καὶ τὸ ἐνύπνιον ἐνώπιον αὐτοῦ
εἶπα·
Δαν. 4,8 μέχρις ότου ήλθεν ο Δανιήλ, του οποίου το όνομα
είναι Βαλτάσαρ, έχει δηλαδή το όνομα τούτο του Θεού μου· αυτός, λοιπόν, ο
Δανιήλ έχει Αγιον Πνεύμα Θεού και προς αυτόν είπα το όνειρόν μου.
Δαν.
4,9 Βαλτάσαρ ὁ ἄρχων
τῶν ἐπαοιδῶν, ὃν ἐγὼ ἔγνων ὅτι
πνεῦμα Θεοῦ ἅγιον ἐν σοὶ καὶ πᾶν
μυστήριον οὐκ ἀδυνατεῖ σε, ἄκουσον τὴν ὅρασιν
τοῦ ἐνυπνίου μου, οὗ εἶδον, καὶ τὴν
σύγκρισιν αὐτοῦ εἰπόν μοι·
Δαν. 4,9 Βαλτάσαρ, άρχων των μάγων, γνωρίζω καλά ότι εις
σε κατοικεί το Αγιον Πνεύμα του Θεού και ότι κανενός μυστηρίου η λύσις δεν
είναι δια σε αδύνατος. Ακουσε, λοιπόν, το όραμα του ενυπνίου μου, το οποίον
είδα και ειπέ εις εμέ την ερμηνείαν.
Δαν.
4,10 ἐπὶ τῆς
κοίτης μου ἐθεώρουν, καὶ ἰδοὺ δένδρον ἐν μέσῳ
τῆς γῆς, καὶ τό ὕψος αὐτοῦ πολύ.
Δαν. 4,10 Εκοιμώμην εις την κλίνην μου και είδα· ιδού ένα
δένδρον μεγάλου ύψους στο μέσον της πεδιάδος.
Δαν.
4,11 ἐμεγαλύνθη τὸ
δένδρον καὶ ἴσχυσε, καὶ τὸ ὕψος αὐτοῦ
ἔφθασεν ἕως τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ κῦτος
αὐτοῦ εἰς τὸ πέρας ἁπάσης τῆς γῆς·
Δαν. 4,11 Το δένδρον αυτό εμεγάλωσεν, ανεπτύχθη υπερβολικά.
Το ύψος του έφθασεν έως τον ουρανόν και η έκτασίς του εκάλυψε τα πέρατα όλης
της γης.
Δαν.
4,12 τὰ φύλλα αὐτοῦ
ὡραῖα, καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ πολύς, καὶ
τροφὴ πάντων ἐν αὐτῷ· καὶ ὑποκάτω αὐτοῦ
κατεσκήνουν τὰ θηρία τὰ ἄγρια, καὶ ἐν τοῖς
κλάδοις αὐτοῦ κατῴκουν τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ,
καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐτρέφετο πᾶσα σάρξ.
Δαν. 4,12 Τα φύλλα του ήσαν ωραία. Οι καρποί του άφθονοι, από
τους οποίους όλοι ετρέφοντο. Κατω από αυτό είχαν τας φωλεάς των τα αγρία θηρία
και στους κλάδους του κατοικούσαν τα πουλιά του ουρανού. Από αυτό ετρέφοντο όλα
τα ζωντανά όντα.
Δαν.
4,13 ἐθεώρουν ἐν ὁράματι
τῆς νυκτὸς ἐπὶ τῆς κοίτης μου, καὶ ἰδοὺ
εἲρ καὶ ἅγιος ἀπ᾿ οὐρανοῦ κατέβη
Δαν. 4,13 Ενῷ λοιπόν εξηπλωμένος και
κοιμώμενος εις την κλίνην μου έβλεπα τα νυκτερινά αυτά οράματα, αίφνης κατέβηκε
από τον ουρανόν άγιος άγγελος.
Δαν.
4,14 καὶ ἐφώνησεν ἐν
ἰσχύϊ καὶ οὕτως εἶπε· ἐκκόψατε τὸ
δένδρον καὶ ἐκτίλατε τοὺς κλάδους αὐτοῦ καὶ
ἐκτινάξατε τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ διασκορπίσατε τὸν
καρπὸν αὐτοῦ· σαλευθήτωσαν τὰ θηρία ὑποκάτωθεν
αὐτοῦ καὶ τὰ ὄρνεα ἀπὸ τῶν
κλάδων αὐτοῦ·
Δαν. 4,14 Εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπε τα εξής· Κοψατε
το δένδρον αυτό, μαδήσατε τους κλάδους του, τινάξατε κάτω τα φύλλα του,
διασκορπίσατε τον καρπόν του. Ας φύγουν τρομαγμένα τα θηρία, που ήσαν κάτω από
αυτό, και τα πτηνά, που ήσαν στους κλάδους του.
Δαν.
4,15 πλὴν τὴν φυὴν
τῶν ῥιζῶν αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ ἐάσατε
καὶ ἐν δεσμῷ σιδηρῷ καὶ χαλκῷ καὶ ἐν
τῇ χλόῃ τῇ ἔξω, καὶ ἐν τῇ δρόσῳ
τοῦ οὐρανοῦ κοιτασθήσεται, καὶ μετὰ τῶν
θηρίων ἡ μερὶς αὐτοῦ ἐν τῷ χόρτῳ τῆς
γῆς.
Δαν. 4,15 Αφήσατε μόνον το φύτρον των ριζών του μέσα εις την
γην. Με δεσμά σιδηρά και χάλκινα δέσατε τον άνθρωπον, που συμβολίζεται με το
δένδρον αυτό. Αυτός θα κοιμάται στο εξής έξω εις την χλόην, κάτω από την δροσιά
του ουρανού. Θα έχη μέρος και συναναστροφήν με τα θηρία και θα τρώγη το χορτάρι
της γης.
Δαν.
4,16 ἡ καρδία αὐτοῦ
ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀλλοιωθήσεται, καὶ καρδία
θηρίου δοθήσεται αὐτῷ, καὶ ἑπτὰ καιροὶ ἀλλαγήσονται
ἐπ᾿ αὐτόν.
Δαν. 4,16 Η καρδία του θα μεταβληθή, θα γίνη διαφορετική από
την καρδιάν των ανθρώπων. Θα δοθή εις αυτόν καρδία θηρίου. Επτά χρονικάς
περιόδους θα περάση ο άνθρωπος αυτός εις την κατάστασιν αυτήν.
Δαν.
4,17 διὰ συγκρίματος εἲρ
ὁ λόγος, καὶ ῥῆμα ἁγίων τὸ ἐπερώτημα,
ἵνα γνῶσιν οἱ ζῶντες ὅτι Κύριός ἐστιν ὁ
ὕψιστος τῆς βασιλείας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ᾧ ἐὰν
δόξῃ, δώσει αὐτὴν καὶ ἐξουδένωμα ἀνθρώπων ἀναστήσει
ἐπ᾿ αὐτήν.
Δαν. 4,17 Απόφασις διαγγελθείσα από ουράνιον άγγελον είναι ο
λόγος αυτός. Αποτελεί απάντησιν εις ερώτημα, το οποίον ετέθη υπό των αγίων στον
ουρανόν, δια να μάθουν οι ζώντες επί της γης, ότι ο Κυριος του κόσμου είναι ο
Υψιστος, ο κυρίαρχος επί πάσαν βασιλείαν ανθρώπων. Και ότι εις εκείνον, που
αυτός θα κρίνη καλόν να δώση την εξουσίαν, θα την δώση. Και εις τα χέρια του
είναι να αναδείξη και εγκαταστήση επί την εξουσίαν ο άνθρωπον άσημον και
περιφρονημένον.
Δαν.
4,18 τοῦτο τὸ ἐνύπνιον,
ὃ εἶδον ἐγὼ Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς, καὶ
σύ, Βαλτάσαρ, τὸ σύγκριμα εἰπόν, ὅτι πάντες οἱ σοφοὶ
τῆς βασιλείας μου οὐ δύνανται τὸ σύγκριμα αὐτοῦ
δηλῶσαί μοι, σὺ δέ, Δανιήλ, δύνασαι, ὅτι πνεῦμα Θεοῦ
ἅγιον ἐν σοί. -
Δαν. 4,18 Αυτό είναι το ενύπνιον, το οποίον εγώ ο
Ναδουχοδονόσορ ο βασιλεύς είδον. Συ δέ, Βαλτάσαρ, είπέ μου την ερμηνείαν, διότι
όλοι οι άλλοι σοφοί της βασιλείας μου δεν είναι ικανοί να μου δώσουν το νόημά
του. Συ όμως, Δανιήλ, ημπορείς, διότι υπάρχει εις σε το Αγιον Πνεύμα του Θεού”.
Δαν.
4,19 Τότε Δανιήλ, οὗ τὸ
ὄνομα Βαλτάσαρ, ἀπηνεώθη ὡσεὶ ὥραν μίαν, καὶ
οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ συνετάρασσον αὐτόν. καὶ
ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπεν· Βαλτάσαρ, τὸ
ἐνύπνιον καὶ ἡ σύγκρισις μὴ κατασπευσάτω σε· καὶ
ἀπεκρίθη Βαλτάσαρ καὶ εἶπε· κύριε, τὸ ἐνύπνιον
ἔστω τοῖς μισοῦσί σε καὶ ἡ σύγκρισις αὐτοῦ
τοῖς ἐχθροῖς σου.
Δαν. 4,19 Τοτε ο Δανιήλ, ο οποίος επωνομάζετο και Βαλτάσαρ,
έμεινε συγκεχυμένος και βωβός μίαν περίπου ώραν, ενώ οι διαλογισμοί του τον συνετάρασσαν.
Ωμίλησε πάλιν ο βασιλεύς και είπε· “Βαλτάσαρ, ας μη βιάζεσαι, δια να είπης
σύντομα το όνειρον και την ερμηνείαν του”. Ο Βαλτάσαρ απήντησε· “κύριε, το
όνειρον αυτό ας επαλήθευση και ας πραγματοποιηθή εις βάρος εκείνων, οι οποίοι
σε μισούν. Η ερμηνεία του ας πέση επάνω στους εχθρούς σου.
Δαν.
4,20 τὸ δένδρον, ὃ εἶδες
τὸ μεγαλυνθὲν καὶ τὸ ἰσχυκός, οὗ τὸ ὕψος
ἔφθανεν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ κῦτος
αὐτοῦ εἰς πᾶσαν τὴν γῆν
Δαν. 4,20 Το δένδρον, το οποίον είδες, το τόσον μέγα και
ισχυρόν, του οποίου το ύψος έφθανεν έως στον ουρανόν, και η κόμη αυτού ηπλώνετο
εις πάσαν την γην,
Δαν.
4,21 καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ
εὐθαλῆ καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ πολὺς
καὶ τροφὴ πᾶσιν ἐν αὐτῷ, ὑποκάτω αὐτοῦ
κατῴκουν τὰ θηρία τὰ ἄγρια καὶ ἐν τοῖς
κλάδοις αὐτοῦ κατεσκήνουν τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ,
Δαν. 4,21 τα δε φύλλα του ήσαν θαλλερά και ο καρπός του
άφθονος, δίδων τροφήν εξ αυτού εις όλους, το δένδρον υποκάτω από το οποίον
κατοικούσαν τα άγρια θηρία, εις δε τους κλάδους του εφώληαζαν τα πουλιά του
ουρανού,
Δαν.
4,22 σὺ εἶ, βασιλεῦ,
ὅτι ἐμεγαλύνθης καὶ ἴσχυσας καὶ ἡ
μεγαλωσύνη σου ἐμεγαλύνθη καὶ ἔφθασεν εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἡ κυριεία σου εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς.
Δαν. 4,22 είσαι συ, βασιλεύ, διότι πράγματι εμεγαλύνθης,
έγινες ισχυρός, το μεγαλείον σου εκραταιώθη και έφθασεν έως στον ουρανόν και η
κυριαρχία σου έως εις τα πέρατα της γης.
Δαν.
4,23 καὶ ὅτι εἶδεν
ὁ βασιλεὺς εἲρ καὶ ἅγιον καταβαίνοντα ἀπὸ
τοῦ οὐρανοῦ, καὶ εἶπεν· ἐκτίλατε τὸ
δένδρον καὶ διαφθείρατε αὐτό, πλὴν τὴν φυὴν τῶν
ῥιζῶν αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ ἐάσατε καὶ
ἐν δεσμῷ σιδηρῷ καὶ ἐν χαλκῷ καὶ ἐν
τῇ χλόῃ τῇ ἔξω, καὶ ἐν τῇ δρόσῳ
τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται, καὶ μετὰ θηρίων ἀγρίων
ἡ μερὶς αὐτοῦ, ἕως οὗ ἑπτὰ
καιροὶ ἀλλοιωθῶσιν ἐπ᾿ αὐτόν,
Δαν. 4,23 Ο δε άγγελος, τον οποίον είδεν ο βασιλεύς, τον
άγιον εκείνον να κατεβαίνη από τον ουρανόν και να λέγη· Μαδήσατε το δένδρον,
καταστρέψατέ το, πλην αφήσατε την φύτραν των ριζών του μέσα εις την γην, δέσατέ
το με δεσμά σιδερένια και χάλκινα και αφήσατέ το να μένη έξω εις την χλόην· θα
έχη τον καταυλισμόν του κάτω από την δρόσον του ουρανού, η κατοικία του θα
είναι ανάμεσα από τα αγρία θηρία, μέχρις ότου συμπληρωθούν δι' αυτόν επτά
καιροί,
Δαν.
4,24 τοῦτο ἡ
σύγκρισις αὐτοῦ, βασιλεῦ. καὶ σύγκριμα Ὑψίστου ἐστίν,
ὃ ἔφθασεν ἐπὶ τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα,
Δαν. 4,24 ιδού, λοιπόν, τώρα και η ερμηνεία του, ω βασιλεύ· η
ερμηνεία αυτή προέρχεται από αυτόν τον Υψιστον Θεόν. Και αυτό που αποκαλύπτει
δια του ονείρου ο Θεός, θα πέση συντόμως επάνω στον κύριόν μου τον βασιλέα.
Δαν.
4,25 καὶ σὲ ἐκδιώξουσιν
ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ μετὰ θηρίων ἀγρίων
ἔσται ἡ κατοικία σου, καὶ χόρτον ὡς βοῦν ψωμιοῦσί
σε καὶ ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσῃ,
καὶ ἑπτὰ καιροὶ ἀλλαγήσονται ἐπὶ σέ, ἕως
οὗ γνῷς ὅτι κυριεύει ὁ Ὕψιστος τῆς
βασιλείας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ᾧ ἂν δόξῃ,
δώσει αὐτήν.
Δαν. 4,25 Θα σε εκδιώξουν εκ μέσου των ανθρώπων, θα κατοικής
με τα αγρία θηρία, θα σε τρέφουν με χορτάρι ωσάν το βόϊδι, θα καταυλισθής στο
ύπαιθρον κάτω από την δρόσον του ουρανού, θ' αλλάξουν επτά καιροί επάνω εις σέ,
μέχρις ότου μάθης και γνωρίσης, ότι ο Υψιστος κυριαρχεί επί της βασιλείας όλων
των ανθρώπων και ο οποίος δίδει την βασιλείαν του κόσμου εις εκείνον, που
θέλει.
Δαν.
4 ,26 καὶ ὅτι εἶπαν·
ἐάσατε τὴν φυὴν τῶν ῥιζῶν τοῦ
δένδρου, ἡ βασιλεία σου σοὶ μενεῖ, ἀφ᾿ ἧς ἂν
γνῷς τὴν ἐξουσίαν τὴν οὐράνιον.
Δαν. 4,26 Εκείνο δε που είπαν οι άγγελοι του ουρανού·
“αφήσατε την φύτραν των ριζών του δένδρου”, σημαίνει ότι η βασιλεία σου θα
διατηρηθή δια σε και θα την αποκτήσης, από τότε που θα αναγνώρισης την εξουσίαν
της ουρανίου βασιλείας.
Δαν.
4,27 διὰ τοῦτο,
βασιλεῦ, ἡ βουλή μου ἀρεσάτω σοι καὶ τὰς ἁμαρτίας
σου ἐν ἐλεημοσύναις λύτρωσαι καὶ τὰς ἀδικίας ἐν
οἰκτιρμοῖς πενήτων· ἴσως ἔσται μακρόθυμος τοῖς
παραπτώμασί σου ὁ Θεός. -
Δαν. 4,27 Δια τούτο, βασιλεύ, ας φανή αρεστή και ας γίνη
δεκτή από σε η συμβουλή μου· φρόντισε να εξαλείψης τας αμαρτίας σου με ελεημοσύνας
και τας αδικίας σου με έλεος και φιλανθρωπίαν προς τους πτωχούς. Ισως θα φανή
έτσι μακρόθυμος ο Θεός δια τα αμαρτήματά σου”.
Δαν.
4,28 Ταῦτα πάντα ἔφθασεν
ἐπὶ Ναβουχοδονόσορ τὸν βασιλέα.
Δαν. 4,28 Ολα αυτά συνέβησαν στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα.
Δαν.
4,29 μετὰ δωδεκάμηνον ἐπὶ
τῷ ναῷ τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι
περιπατῶν
Δαν. 4,29 Δωδεκα μήνας έπειτα αυτό το όνειρον, ενώ αυτός
επεριπατούσε στον εν Βαβυλώνι ναόν της βασιλείας του,
Δαν.
4,30 ἀπεκρίθη ὁ
βασιλεὺς καὶ εἶπεν· οὐχ αὕτη ἐστὶ
Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἣν ἐγὼ ᾠκοδόμησα εἰς
οἶκον βασιλείας ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος μου εἰς
τιμὴν τῆς δόξης μου;
Δαν. 4,30 επήρε τον λόγον και είπεν· “αυτή δεν είναι η μεγάλη
Βαβυλών, την οποίαν εγώ ανοικοδόμησα ως πρωτεύουσαν της βασιλείας μου, με την
μεγάλην μου ισχύν και δύναμιν, ώστε να διαλαλή την μεγαλειότητά μου και την
δόξαν μου”;
Δαν.
4,31 ἔτι τοῦ λόγου ἐν
τῷ στόματι τοῦ βασιλέως ὄντος, φωνὴ ἀπ᾿ οὐρανοῦ
ἐγένετο· σοὶ λέγουσι, Ναβουχοδονόσορ βασιλεῦ, ἡ
βασιλεία παρῆλθεν ἀπὸ σοῦ,
Δαν. 4,31 Ενῷ ευρίσκετο ο λόγος αυτός
ακόμη στο στόμα του βασιλέως, ήλθε φωνή από τον ουρανόν. “Εις σέ, βασιλεύ
Ναδουχοδονόσορ, απευθύνεται ο λόγος αυτός· η βασιλεία σου επέρασεν, αφηρέθη από
σέ,
Δαν.
4,32 καὶ ἀπὸ τῶν
ἀνθρώπων σέ ἐκδιώξουσι, καὶ μετὰ θηρίων ἀγρίων ἡ
κατοικία σου καὶ χόρτον ὡς βοῦν ψωμιοῦσί σε, καὶ ἑπτὰ
καιροὶ ἀλλαγήσονται ἐπὶ σέ, ἕως οὗ γνῷς,
ὅτι κυριεύει ὁ Ὕψιστος τῆς βασιλείας τῶν ἀνθρώπων,
καὶ ᾧ ἂν δόξῃ, δώσει αὐτήν.
Δαν. 4,32 Θα σε εκδιώξουν από την κοινωνίαν των ανθρώπων και
η κατοικία σου θα είναι ανάμεσα εις τα θηρία τα άγρια. Θα σε τρέφουν με
χορτάρι, ωσάν το βόϊδι και θα περάσουν επτά καιροί επάνω σου, έως ότου μάθης
και γνώρισης, ότι ο Υψιστος Θεός είναι ο κύριος της βασιλείας των ανθρώπων και
ότι δίδει αυτός την βασιλείαν εις εκείνον, τον οποίον θέλει”.
Δαν.
4,33 αὐτῇ τῇ ὥρᾳ
ὁ λόγος συνετελέσθη ἐπὶ Ναβουχοδονόσορ, καὶ ἀπὸ
τῶν ἀνθρώπων ἐξεδιώχθη καὶ χόρτον ὡς βοῦς ἤσθιε,
καὶ ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ τὸ
σῶμα αὐτοῦ ἐβάφη, ἕως οὗ αἱ τρίχες αὐτοῦ
ὡς λεόντων ἐμεγαλύνθησαν καὶ οἱ ὄνυχες αὐτοῦ
ὡς ὀρνέων. -
Δαν. 4,33 Κατά την στιγμήν ακριβώς εκείνην εξεπληρώθη δια τον
Ναδουχοδονόσορα η προφητεία του ονείρου. Διότι αυτός έχασε το λογικόν του,
εξεδιώχθη από την κοινωνίαν των ανθρώπων, έτρωγεν ωσάν βόϊδι χορτάρι και η
δρόσος του ουρανού έβρεχε το σώμα του, έως ότου αι τρίχες αυτού εμεγάλωσαν ωσάν
τας τρίχας του λέοντος και τα νύχια του έγιναν ωσάν τα νύχια των αρπακτικών
ορνέων.
Δαν.
4,34 Καὶ μετὰ τὸ
τέλος τῶν ἡμερῶν ἐγὼ Ναβουχοδονόσορ τοὺς ὀφθαλμούς
μου εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνέλαβον, καὶ αἱ
φρένες μου ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπεστράφησαν, καὶ τῷ
Ὑψίστῳ ηὐλόγησα καὶ τῷ ζῶντι εἰς τὸν
αἰῶνα ᾔνεσα καὶ ἐδόξασα, ὅτι ἡ ἐξουσία
αὐτοῦ ἐξουσία αἰώνιος καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ
εἰς γενεὰν καὶ γενεάν,
Δαν. 4,34 “Μετά το πέρας του χρονικού αυτού διαστήματος, εγώ
ο Ναδουχοδονόσορ, ύψωσα τους οφθαλμούς μου στον ουρανόν και το λογικόν μου
επανήλθεν. Εδόξασα τον Υψιστον και υμνολόγησα εκείνον, ο οποίος ζη στους αιώνας
των αιώνων, τον εδοξολόγησα, διότι εις αυτόν πράγματι είναι αιώνιος η εξουσία
και η βασιλεία του εις γενεάν γενεών.
Δαν.
4,35 καὶ πάντες οἱ
κατοικοῦντες τὴν γῆν ὡς οὐδὲν ἐλογίσθησαν,
καὶ κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖ ἐν τῇ
δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐν τῇ κατοικίᾳ
τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀντιποιήσεται
τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἐρεῖ αὐτῷ·
τί ἐποίησας;
Δαν. 4,35 Και όλοι οι άνθρωποι, που κατοικούν την γην, ως ένα
τίποτε είναι ενώπιον του. Συμφωνα με το θέλημά του διατάσσει και πράττει εις
τας δυνάμστου ουρανού και στους ανθρώπους της γης. Και δεν υπάρχει κανείς, ο
οποίος θα η μπορέση να εμποδίση το παντοδύναμον χέρι του και να πη εις αυτόν τι
έπραξες;
Δαν.
4,36 αὐτῷ τῷ
καιρῷ αἱ φρένες μου ἐπεστράφησαν ἐπ᾿ ἐμέ,
καὶ εἰς τὴν τιμὴν τῆς βασιλείας μου ἦλθον,
καὶ ἡ μορφή μου ἐπέστρεψεν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ
οἱ τύραννοί μου καὶ οἱ μεγιστᾶνές μου ἐζήτουν με,
καὶ ἐπὶ τὴν βασιλείαν μου ἐκραταιώθην, καὶ
μεγαλωσύνη περισσοτέρα προσετέθη μοι.
Δαν. 4,36 Κατ' αυτόν τον καιρόν η διανοητική μου υγεία
αποκατεστάθη και επανήλθον εις την δάξαν της βασιλείας μου. Η μορφή και η όλη
εμφάνισίς μου αποκατεστάθη εις την προτέραν της κατάστασιν, οι άρχοντές μου και
οι μεγιστάνες μου με ανεζητούσαν, η βασιλεία μου έγινε πάλιν ισχυρά, η δε δόξα
προσετέθη ακόμη μεγαλυτέρα εις εμέ.
Δαν.
4,37 νῦν οὖν ἐγὼ
Ναβουχοδονόσορ αἰνῶ καὶ ὑπερυψῶ καὶ δοξάζω
τὸν βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι πάντα τὰ ἔργα
αὐτοῦ ἀληθινὰ καὶ αἱ τρίβοι αὐτοῦ
κρίσεις, καὶ πάντας τοὺς πορευομένους ἐν ὑπερηφανίᾳ
δύναται ταπεινῶσαι.
Δαν. 4,37 Και τώρα, λοιπόν, εγώ, ο Ναδουχοδονόσορ, υμνολογώ
και υπερυψώνω και δοξάζω τον βασιλέα του ουρανού, διότι όλα τα έργα αύτού είναι
αληθινά, αι οδοί του δίκαιαι και ορθαί και ημπορεί να ταπεινώση όλου εκείνους,
οι οποίοι πορεύονται με υπερηφάνειαν”.
ΔΑΝΙΗΛ
5
Δαν.
5,1 Βαλτάσαρ ὁ βασιλεὺς
ἐποίησε δεῖπνον μέγα τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ
χιλίοις, καὶ κατέναντι τῶν χιλίων ὁ οἶνος.
Δαν. 5,1 Ο βασιλεύς Βαλτάσαρ έκαμε μέγα δείπνον εις
χιλίους από τους μεγιστάνας αυτού, ενώπιον των οποίων παρετέθη άφθονος οίνος.
Δαν.
5,2 καὶ πίνων Βαλτάσαρ εἶπεν
ἐν τῇ γεύσει τοῦ οἴνου τοῦ ἐνεγκεῖν τὰ
σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ, ἃ ἐξήνεγκε
Ναβουχοδονόσορ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐκ τοῦ ναοῦ
τοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ πιέτωσαν ἐν αὐτοῖς
ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ μεγιστᾶνες αὐτοῦ καὶ
αἱ παλλακαὶ αὐτοῦ καὶ αἱ παράκοιτοι αὐτοῦ.
Δαν. 5,2 Ενῷ δε ο βασιλεύς Βαλτάσαρ έπινεν οίνον και ηυφραίνετο από
την γεύσιν αυτού, ήλθεν εις ευθυμίαν και είπε να φέρουν εκεί εις την τράπεζαν
τα χρυσά και αργυρά σκεύη, τα οποία ο πατήρ του ο Ναβουχοδονόσορ είχε πάρει από
τον ναόν του Σολομώντος και τα έφερεν εις την Βαβυλώνα· να τα φέρουν εις την
τράπεζαν, δια να πίουν με αυτά ο βασιλεύς και οι μεγιστάνες του, αι παλλακαί
του και αι γυναίκες του.
Δαν.
5,3 καὶ ἠνέχθησαν τὰ
σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ, ἃ ἐξήνεγκεν
ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ,
καὶ ἔπινον ἐν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς καὶ
οἱ μεγιστᾶνες αὐτοῦ καὶ αἱ παλλακαὶ αὐτοῦ
καὶ αἱ παράκοιτοι αὐτοῦ·
Δαν. 5,3 Πράγματι έφεραν τα ιερά χρυσά και αργυρά σκεύη,
τα οποία ο πατήρ του είχε πάρει από τον ναόν του Θεού του εν Ιερουσαλήμ. Με τα
ιερά αυτά σκεύη έπινον ο βασιλεύς, οι μεγιστάνες τυύ, αι παλλακαί του και αι
γυναίκες του.
Δαν.
5,4 ἔπινον οἶνον καὶ
ᾔνεσαν τοὺς θεοὺς τοὺς χρυσοῦς καὶ ἀργυροῦς
καὶ χαλκοῦς καὶ σιδηροῦς καὶ ξυλίνους καὶ
λιθίνους.
Δαν. 5,4 Επιναν τον οίνον και υμνολογούσαν τους θεούς των,
τους χρυσούς και αργυρούς, τους χαλκούς και σιδερένιους, τους ξυλίνους και τους
λιθίνους.
Δαν.
5,5 ἐν αὐτῇ τῇ
ὥρᾳ ἐξῆλθον δάκτυλοι χειρὸς ἀνθρώπου καὶ
ἔγραφον κατέναντι τῆς λαμπάδος ἐπὶ τὸ κονίαμα τοῦ
τοίχου τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ὁ βασιλεὺς
ἐθεώρει τοὺς ἀστραγάλους τῆς χειρὸς τῆς
γραφούσης.
Δαν. 5,5 Αίφνης κατά την ώραν εκείνην εβγήκαν δάκτυλοι
χειρός ανθρώπου και έγραφαν απέναντι της λυχνίας επάνω στο αμμοκονίαμα του
τοίχου του βασιλικού ανακτόρου. Ο βασιλεύς έβλεπε τον καρπόν της χειρός, η
οποία έγραφε.
Δαν.
5,6 τότε τοῦ βασιλέως ἡ
μορφὴ ἠλλοιώθη, καὶ οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ
συνετάρασσον αὐτόν, καὶ οἱ σύνδεσμοι τῆς ὀσφύος αὐτοῦ
διελύοντο, καὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ συνεκροτοῦντο.
Δαν. 5,6 Τοτε η μορφή του βασιλέως ηλλοιώθη από τον φόβον.
Αι σκέψστου τον συνετάραξαν, ιί αρθρώσεις της μέσης του σαν να διελύθησαν και
τα γόνατά του τρέμοντα συνεκρούοντο το ένα με το άλλο.
Δαν.
5,7 καὶ ἐβόησεν ὁ
βασιλεὺς ἐν ἰσχύϊ τοῦ εἰσαγαγεῖν μάγους, Χαλδαίους,
γαζαρηνοὺς καὶ εἶπε τοῖς σοφοῖς Βαβυλῶνος·
ὃς ἂν ἀναγνῷ τὴν γραφὴν ταύτην καὶ τὴν
σύγκρισιν γνωρίσῃ μοι, πορφύραν ἐνδύσεται, καὶ ὁ
μανιάκης ὁ χρυσοῦς ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ,
καὶ τρίτος ἐν τῇ βασιλείᾳ μου ἄρξει.
Δαν. 5,7 Ο βασιλεύς εφώναξε με μεγάλην φωνήν να οδηγήσουν
εκεί μάγους, Χαλδαίους, αστρολόγους και είπε προς τους σοφούς της Βαβυλώνος·
“εκείνος, ο οποίος θα αναγνώση αυτήν την γραφήν και θα καταστήση εις εμέ
γνωστόν το νόημά της, θα ενδυθή βασιλικήν πορφύραν, το χρυσούν περιδέραιον θα τεθή
στον τράχηλόν του και θα είναι ο τρίτος άρχων στο βασίλειόν μου”.
Δαν.
5,8 καὶ εἰσεπορεύοντο
πάντες οἱ σοφοὶ τοῦ βασιλέως καὶ οὐκ ἠδύναντο
τὴν γραφὴν ἀναγνῶναι, οὐδὲ τὴν
σύγκρισιν γνωρίσαι τῷ βασιλεῖ.
Δαν. 5,8 Εισήρχοντο τότε εις την αίθουσαν του συμποσίου
όλοι οι σοφοί του βασιλέως και δεν ημπορούσαν ούτε να αναγνώσουν την γραφήν,
ούτε, φυσικά, και το νόημά της να καταστήσουν γνωστόν στον βασιλέα.
Δαν.
5,9 καὶ ὁ βασιλεὺς
Βαλτάσαρ πολὺ ἐταράχθη, καὶ ἡ μορφὴ αὐτοῦ
ἠλλοιώθη ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ οἱ μεγιστᾶνες
αὐτοῦ συνεταράσσοντο. -
Δαν. 5,9 Ο βασιλεύς Βαλτάσαρ εταράχθη πολύ. Η μορφή του
ηλλοιώθη από τον φόβον. Αλλά και οι μεγιστάνες επίσης συνεκλονίζοντο μαζή μου.
Δαν.
5,10 Καὶ εἰσῆλθεν
ἡ βασίλισσα εἰς τὸν οἶκον τοῦ πότου καὶ εἶπε·
βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι· μὴ
ταρασσέτωσάν σε οἱ διαλογισμοί σου, καὶ ἡ μορφή σου μὴ ἀλλοιούσθω·
Δαν. 5,10 Την ώραν εκείνην εισήλθεν η Βασιλομήτωρ εις την
αίθουσαν του συμποσίου και είπε· “βασιλεύ, στους αιώνας να ζήσης. Ας μη σε
ταράσσουν σκέψεις ζοφεραί και η μορφή σου ας μη αλλοιώνεται από των φόβον.
Δαν.
5,11 ἔστιν ἀνὴρ
ἐν τῇ βασιλείᾳ σου, ἐν ᾧ πνεῦμα Θεοῦ,
καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ πατρός σου γρηγόρησις καὶ
σύνεσις εὑρέθη ἐν αὐτῷ, καὶ ὁ βασιλεὺς
Ναβουχοδονόσορ ὁ πατήρ σου ἄρχοντα ἐπαοιδῶν, μάγων,
Χαλδαίων, γαζαρηνῶν κατέστησεν αὐτόν,
Δαν. 5,11 Εις το βασίλειόν σου υπάρχει ένας ανήρ, στον
οποίον κατοικεί το Πνεύμα του Θεού, και κατά τας ημέρας του πατρός σου τα
πράγματα απέδειξαν, ότι υπήρχεν εις αυτόν εγρήγορσις και σύνεσις. Δια τούτο ο
βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, ο πατήρ σου, τον διώρισε άρχοντα των εξορκιστών των
μάγων, των Χαλδαίων, των αστρολόγων.
Δαν.
5,12 ὅτι πνεῦμα
περισσὸν ἐν αὐτῷ καὶ φρόνησις καὶ σύνεσις ἐν
αὐτῷ, συγκρίνων ἐνύπνια καὶ ἀναγγέλλων κρατούμενα
καὶ λύων συνδέσμους, Δανιήλ, καὶ ὁ βασιλεὺς ἐπέθηκεν
ὄνομα αὐτῷ Βαλτάσαρ· νῦν οὖν κληθήτω, καὶ
τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἀναγγελεῖ σοι. -
Δαν. 5,12 Διότι εις αυτόν υπήρχε πλούσιον το Πνεύμα του
Θεού. Εχει αυτός φρόνησιν και σύνεσιν, ώστε να ερμηνεύη τα ενύπνια, να
αναγγέλλη και αποσαφηνίζη όσα ασαφή ήσαν δια τους άλλους και να λύη δύσκολα
προβλήματα. Αυτός είναι ο Δανιήλ, τον οποίον ο βασιλεύς πατέρας σου ωνόμασε
Βαλτάσαρ. Ας κληθή, λοιπόν, τώρα εις την αΐθουσαν, δια να σου καταστήση γνωστόν
το νόημα της γραφής αυτής”.
Δαν.
5,13 Τότε Δανιὴλ εἰσήχθη
ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς
τῷ Δανιήλ· σὺ εἶ Δανιήλ, ὁ ἀπὸ τῶν
υἱῶν τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Ἰουδαίας, ἧς
ἤγαγεν ὁ βασιλεὺς ὁ πατήρ μου;
Δαν. 5,13 Τοτε πράγματι ο Δανιήλ ωδηγήθη ενώπιον του
βασιλέως, στο οποίον και ο βασιλεύς ειπέ· “συ είσαι ο Δανιήλ, ο από τους
Ιουδαίους αιχμαλώτους, τους οποίους ο βασιλεύς πατέρας μου έφερεν εδώ;
Δαν.
5,14 ἤκουσα περὶ σοῦ
ὅτι πνεῦμα Θεοῦ ἐν σοί, καὶ γρηγόρησις καὶ
σύνεσις καὶ σοφία περισσὴ εὑρέθη ἐν σοί.
Δαν. 5,14 Ηκουσα δια σε ότι έχεις Πνεύμα Θεού, νήψις δε και
σύνεσις και σοφία πλούσια ευρίσκεται εις σε.
Δαν.
5,15 καὶ νῦν εἰσῆλθον
ἐνώπιόν μου οἱ σοφοί, μάγοι, γαζαρηνοί, ἵνα τὴν γραφὴν
ταύτην ἀναγνῶσι καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτῆς
γνωρίσωσί μοι, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν ἀναγγγεῖλαί
μοι.
Δαν. 5,15 Εδώ προσήλθον προ ολίγου ενώπιόν μου οι σοφοί, οι
μάγοι, οι αστρολόγοι δια να αναγνώσουν αυτά τα γράμματα και να καταστήσουν
γνωστόν εις εμέ το νόημά των. Αλλά δεν ημπόρεσαν τίποτε να είπουν.
Δαν.
5,16 καὶ ἐγὼ ἤκουσα
περὶ σοῦ ὅτι δύνασαι κρίματα συγκρῖναι· νῦν
οὖν ἐὰν δυνηθῇς τὴν γραφὴν ἀναγνῶναι
καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτῆς γνωρίσαι μοι, πορφύραν ἐνδύσῃ,
καὶ ὁ μανιάκης ὁ χρυσοῦς ἔσται ἐπὶ τὸν
τράχηλόν σου, καὶ τρίτος ἐν τῇ βασιλείᾳ μου ἄρξεις.
Δαν. 5,16 Εγώ όμως επληροφορήθην δια σέ, ότι ημπορείς να
γνωρίσης και να κατανόησης κρίσεις και αποφάσστου Θεού. Εάν, λοιπόν, τώρα
ημπορέσης να αναγνώσης την γραφήν αυτήν και να καταστήσης γνωστόν εις εμέ το
νόημά της θα ενδυθής βασιλικήν πορφύραν, θα περιβληθής στον τράχηλόν σου
χρυσούν περιδέραιον και θα ανακηρυχθής τρίτος αρχών στο βασίλειόν μου”.
Δαν.
5,17 τότε ἀπεκρίθη Δανιὴλ
καὶ εἶπεν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως· τὰ δόματά
σου σοὶ ἔστω, καὶ τὴν δωρεὰν τῆς οἰκίας
σου ἑτέρῳ δός, ἐγὼ δὲ τὴν γραφὴν ἀναγνώσομαι
τῷ βασιλεῖ καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτῆς γνωρίσω
σοι.
Δαν. 5,17 Ο Δανιήλ απήντησε τότε και είπε προς τον βασιλέα·
“τα δώρα σου ας μείνουν εις σε τα αγαθά του οίκου σου δώσε τα εις άλλον. Εγώ
όμως θα αναγνώσω την γραφήν αυτήν εις σε τον βασιλέα και θα καταστήσω γνωστήν
εις σε το νόημα της
Δαν.
5,18 Βασιλεῦ, ὁ Θεὸς
ὁ ὕψιστος τὴν βασιλείαν καὶ τὴν μεγαλωσύνην καὶ
τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν ἔδωκε Ναβουχοδονόσορ τῷ
πατρί σου,
Δαν. 5,18 Βασιλεύ, ο Υψιστος Θεός έδωκεν ει τον πατέρα σου,
τον Ναβουχοδονόσορα μεγαλείον και τιμήν και δόξαν.
Δαν.
5,19 καὶ ἀπὸ τῆς
μεγαλωσύνης, ἧς ἔδωκεν αὐτῷ, πάντες οἱ λαοί,
φυλαί, γλῶσσαι ἦσαν τρέμοντες καὶ φοβούμενοι ἀπὸ
προσώπου αὐτοῦ· οὓς ἠβούλετο αὐτὸς ἀνῄρει,
καὶ οὓς ἠβούλετο αὐτὸς ἔτυπτε, καὶ οὓς
ἠβούλετο αὐτὸς ὕψου, καὶ οὓς ἠβούλετο
αὐτὸς ἐταπείνου.
Δαν. 5,19 Εξ αιτίας του μεγαλείου αυτού, που του έδωσεν ο
Θεός, όλοι οι λαοί, αι φυλαί και αι γλώσσαι της γης τον έτρεμαν και τον
εφοβούντο. Αυτός, εκείνους τους οποίους ήθελεν, εφόνευε και εκείνους, τους
οποίους ήθελεν, εκτυπούσε. Αυτός εκείνους τους οποίους ήθελε, ύψωνε και
εδόξαζεν, εκείνους δε τους οποίους ήθελεν εταπείνωνε.
Δαν.
5,20 καὶ ὅτε ὑψώθη
ἡ καρδία αὐτοῦ καὶ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ
ἐκραταιώθη τοῦ ὑπερηφανεύσασθαι, κατηνέχθη ἀπὸ τοῦ
θρόνου τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἡ τιμὴ ἀφῃρέθη
ἀπ᾿ αὐτοῦ,
Δαν. 5,20 Οταν όμως η καρδία του εκυριεύθη από υψηλοφροσύνην
και αλαζονείαν και το πνεύμα του εξ αιτίας της υπερηφανείας του εσκληρύνθη,
εκρημνίθη από τον θρόνον τον βασιλικόν και αφηρέθη από αυτόν η τιμή και η δόξα.
Δαν.
5,21 καὶ ἀπὸ τῶν
ἀνθρώπων ἐξεδιώχθη, καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ μετὰ
τῶν θηρίων ἐδόθη, καὶ μετὰ τῶν ὀνάγρων ἡ
κατοικία αὐτοῦ, καὶ χόρτον ὡς βοῦν ἐψώμιζον
αὐτόν, καὶ ἀπὸ τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ
τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐβάφη, ἕως οὗ ἔγνω
ὅτι κυριεύει ὁ Θεὸς ὕψιστος τῆς βασιλείας τῶν
ἀνθρώπων, καὶ ᾧ ἂν δόξῃ, δώσει αὐτήν.
Δαν. 5,21 Εξεδιώχθη από την κοινωνίαν των ανθρώπων, κατά δε
την καρδίαν μετεβλήθη και έμεινεν όμοιος με τα αγρία θηρία. Εζούσε με τους
αγρίους όνους, έτρωγεν αντί άρτου χορτάρι ωσάν τα βόϊδια και το σώμα του
εμούσκευεν και ήλλαξε χρώμα από την δρόσον του ουρανού. Εις την κατάστασιν
αυτήν της φρενοβλαβείας έμεινε, μέχρις ότου ανεγνώρισεν ότι ο Υψιστος Θεός
είναι κύριος της βασιλείας των ανθρώπων και δίδει αυτήν εις εκείνον, τον οποίον
αυτός πρστιμά και θέλει.
Δαν.
5,22 καὶ σὺ οὖν
ὁ υἱὸς αὐτοῦ Βαλτάσαρ οὐκ ἐταπείνωσας
τὴν καρδίαν σου κατενώπιον τοῦ Θεοῦ· οὐ πάντα ταῦτα
ἔγνως;
Δαν. 5,22 Και συ, λοιπόν, Βαλτάσαρ, ο υιός αυτού, δεν
εταπείνωσες την ψυχήν σου ενώπιον του Θεού. Δεν τα είχες πληροφορηθή όλα αυτά;
Δαν.
5,23 καὶ ἐπὶ τὸν
Κύριον Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ὑψώθης, καὶ τὰ
σκεύη τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἤνεγκαν ἐνώπιόν σου,
καὶ σὺ καὶ οἱ μεγιστᾶνές σου καὶ αἱ
παλλακαί σου καὶ αἱ παράκοιτοί σου οἶνον ἐπίνετε ἐν
αὐτοῖς, καὶ τοὺς θεοὺς τοὺς χρυσοῦς
καὶ ἀργυροῦς καὶ χαλκοῦς καὶ σιδηροῦς
καὶ ξυλίνους καὶ λιθίνους, οἳ οὐ βλέπουσι καὶ οἳ
οὐκ ἀκούουσι καὶ οὐ γινώσκουσιν, ᾔνεσας καὶ
τὸν Θεόν, οὗ ἡ πνοή σου ἐν χειρὶ αὐτοῦ
καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοί σου, αὐτὸν οὐκ ἐδόξασας.
Δαν. 5,23 Και όμως επέδειξες αλαζονείαν και υψηλοφροσύνην
εναντίον του Θεού του ουρανού. Και απόδειξις, ότι έφεραν ενώπιόν σου τα σκεύη
του ναού του· και συ και οι μεγιστάνες σου και αι παλλακαί σου και αι γυναίκες
σου επίνατε οίνον με αυτά. Κατά δε το διάστημα της ευωχίας σας υμνολογήσατε
τους θεούς τους ιδικούς σας, τους χρυσούς και αργυρούς, και χαλκίνους και
σιδηρένιους και ξυλίνους και λιθίνους, οι οποίοι ούτε βλέπουν, ούτε ακούουν,
ούτε γνωρίζουν τίποτε. Αυτούς, λοιπόν, συ εδοξολόγησες, τον δε Θεόν, εις τα
χέρια του οποίου ευρίσκεται η αναπνοή σου και όλαι αι πορείαι της ζωής σου,
αυτόν δεν τον εδόξασες.
Δαν.
5,24 διὰ τοῦτο ἐκ
προσώπου αὐτοῦ ἀπεστάλη ἀστράγαλος χειρὸς καὶ
τὴν γραφὴν ταύτην ἐνέταξε.
Δαν. 5,24 Δια τούτο εκ μέρους αυτού, απεστάλη ο καρπός της
χειρός και έγραψε την γραφήν αυτήν επάνω στον τοίχον.
Δαν.
5,25 καὶ αὕτη ἡ
γραφὴ ἐντεταγμένη· μανή, θεκέλ, φάρες.
Δαν. 5,25 Και αυτή η αποτυπωμένη επάνω στον τοίχον γραφή
λέγει· “μανή, θεκέλ, φάρες”.
Δαν.
5 ,26 τοῦτο τὸ
σύγκριμα τοῦ ῥήματος· μανή, ἐμέτρησεν ὁ Θεὸς
τὴν βασιλείαν σου καὶ ἐπλήρωσεν αὐτήν·
Δαν. 5,26 Ακουσε, λοιπόν, και την ερμηνείαν της γραφής αυτής·
μανή, σημαίνει· Ο Θεός εμέτρησε την βασίλειάν σου και την συνεπλήρωσε.
Δαν.
5,27 θεκέλ, ἐστάθη ἐν
ζυγῷ καὶ εὑρέθη ὑστεροῦσα·
Δαν. 5,27 Θεκέλ σημαίνει· Ετέθη επάνω στον ζυγόν, εζυγίσθη
και ευρέθη λιποβαρής.
Δαν.
5,28 φάρες, διῄρηται ἡ
βασιλεία σου, καὶ ἐδόθη Μήδοις καὶ Πέρσαις. -
Δαν. 5,28 Φαρες σημαίνει· Εχει διαιρεθή πλέον η βασιλεία σου
και εδόθη στους Μηδους και στους Πέρσας.
Δαν.
5,29 Καὶ εἶπε
Βαλτάσαρ καὶ ἐνέδυσαν τὸν Δανιὴλ πορφύραν καὶ τὸν
μανιάκην τὸν χρυσοῦν περιέθηκαν περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ,
καὶ ἐκήρυξε περὶ αὐτοῦ εἶναι αὐτὸν
ἄρχοντα τρίτον ἐν τῇ βασιλείᾳ.
Δαν. 5,29 Αμέσως ο Βαλτάσαρ διέταξε και ενέδυσαν τον Δανιήλ
την βασιλικήν πορφύραν, έθεσαν περί τον τράχηλόν του το χρυσούν περιδέραιον και
δια κήρυκος ανήγγειλεν ότι ο Δανιήλ είναι ο τρίτος αρχών στο βασίλειόν του.
Δαν.
5,30 ἐν αὐτῇ τῇ
νυκτὶ ἀνῃρέθη Βαλτάσαρ ὁ βασιλεὺς ὁ
Χαλδαίων.
Δαν. 5,30 Κατά την ιδίαν όμως εκείνην νύκτα εφονεύθη ο
Βαλτάσαρ, ο βασιλεύς των Χαλδαίων.
Δαν.
5,31 καὶ Δαρεῖος ὁ
Μῆδος παρέλαβε τὴν βασιλείαν, ὢν ἐτῶν ἑξήκοντα
δύο.
Δαν. 5,31 Την δε βασιλείαν του παρέλαβε Δαρείος ο Μήδος,
όταν ήτο ηλικίας εξήκοντα δύο ετών.
ΔΑΝΙΗΛ
6
Δαν.
6,1 Καὶ ἤρεσεν ἐνώπιον
Δαρείου καὶ κατέστησεν ἐπὶ τῆς βασιλείας σατράπας ἑκατὸν
εἴκοσι τοῦ εἶναι αὐτοὺς ἐν ὅλῃ
τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ
Δαν. 6,1 Εφάνη αρεστόν στον Δαρείον να εγκαταστήση, όπως
και εγκατέστησε, στο βασίλειόν του εκατόν είκοσι σατράπας, δια να είναι αυτοί
άρχοντες εις όλην την αυτοκρατοριάν του.
Δαν.
6,2 καὶ ἐπάνω αὐτῶν
τακτικοὺς τρεῖς, ὧν ἦν Δανιὴλ εἷς ἐξ
αὐτῶν, τοῦ ἀποδιδόναι αὐτοῖς τοὺς
σατράπας λόγον, ὅπως ὁ βασιλεὺς μὴ ἐνοχλῆται.
Δαν. 6,2 Επάνω δε από αυτούς ετοποθέτησε τρεις ανωτάτους
διοικητάς. Ενας αυτό αυτούς ήτο ο Δανιήλ. Οι εκατόν είκοσι σατράπαι ήσαν
υποχρεωμένοι να λογοδοτούν στους τρεις αυτούς, δια να μη ενοχλήται ο βασιλεύς.
Δαν.
6,3 καὶ ἦν Δανιὴλ
ὑπὲρ αὐτούς, ὅτι πνεῦμα περισσὸν ἐν αὐτῷ.
καὶ ὁ βασιλεὺς κατέστησεν αὐτὸν ἐφ᾿ ὅλης
τῆς βασιλείας αὐτοῦ.
Δαν. 6,3 Ο Δανιήλ υπερείχεν από όλους, διότι είχε πλούσιον
πνεύμα Θεού. Ο δε βασιλεύς διώρισεν αυτόν γενικόν αρχηγόν όλου του βασιλείου
του.
Δαν.
6,4 καὶ οἱ τακτικοὶ
καὶ οἱ σατράπαι, ἐζήτουν πρόφασιν εὑρεῖν κατὰ
Δανιήλ· καὶ πᾶσαν πρόφασιν καὶ παράπτωμα καὶ ἀμπλάκημα
οὐχ εὗρον κατ᾿ αὐτοῦ, ὅτι πιστὸς ἦν.
Δαν. 6,4 Οι δύο ανώτατοι διοικηταί και οι εκατόν είκοσι
σατράπαι εζητούσαν, δια λόγους φθόνου, να εύρουν κάποιον κατηγορίαν εναντίον
του Δανιήλ. Δεν ημπορούσαν όμως να εύρουν καμμίαν αιτίαν και κανένα παράπτωμα
και κανένα σφάλμα εις αυτόν, διότι ήτο πιστός στον βασιλέα και εις τα καθήκοντά
του.
Δαν.
6,5 καὶ εἶπον οἱ
τακτικοί· οὐχ εὑρήσομεν κατὰ Δανιὴλ πρόφασιν, εἰ
μὴ ἐν νομίμοις Θεοῦ αὐτοῦ. -
Δαν. 6,5 Είπαν, λοιπόν, τότε οι δύο ανώτατοι διοικηταί·
“δεν θα κατορθώσωμεν να εύρωμεν εναντίον του Δανιήλ αιτίαν κατηγορίας, ειμή
μόνον κάτι, που να σχετίζεται με τους νόμους του Θεού του”.
Δαν.
6,6 Τότε οἱ τακτικοὶ
καὶ οἱ σατράπαι παρέστησαν τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπαν
αὐτῷ· Δαρεῖε βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας
ζῆθι·
Δαν. 6,6 Τοτε οι δύο ανώτατοι διοικηταί και οι σατράπαι
παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως και του είπαν· “Δαρείε βασιλεύ, να ζήσης
στους αιώνας.
Δαν.
6,7 συνεβουλεύσαντο πάντες οἱ
ἐπὶ τῆς βασιλείας σου στρατηγοὶ καὶ σατράπαι, ὕπατοι
καὶ τοπάρχαι, τοῦ στῆσαι στάσει βασιλικῇ καὶ ἐνισχῦσαι
ὁρισμόν, ὅπως ὃς ἂν αἰτήσῃ αἴτημα παρὰ
παντὸς θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἕως ἡμερῶν
τριάκοντα, ἀλλ᾿ ἢ παρὰ σοῦ, βασιλεῦ, ἐμβληθήσεται
εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων.
Δαν. 6,7 Συνεφώνησαν όλοι οι στρατηγοί και οι σατράπαι και
οι ύπατοι και οι τοπάρχαι της βασιλείας σου, να εκδοθή και να τεθή εν ισχύϊ
βασιλική διαταγή, σύμφωνα με την οποίαν εκείνος, που θα ζητήση κάτι από
οιονδήποτε άλλον, από Θεού μέχρις ανθρώπων, επί τριάκοντα ημέρας, έκτος από σένα,
βασιλεύ, να ρίπτεται στον λάκκον των λεόντων.
Δαν.
6,8 νῦν οὖν, βασιλεῦ,
στῆσον τὸν ὁρισμὸν καὶ ἔκθες γραφήν, ὅπως
μὴ ἀλλοιωθῇ τὸ δόγμα Περσῶν καὶ Μήδων.
Δαν. 6,8 Τωρα, λοιπόν, βασιλεύ, υπόγραψε αυτήν την
διαταγήν, δώσε την να κοινοποιηθή, ώστε να μη έχη κανείς το δικαίωμα να
τροποποίηση, πολύ δε περισσότερον να ακυρώση την βασιλικήν απόφασιν του
βασιλέως Μηδων και Περσών”.
Δαν.
6,9 τότε ὁ βασιλεὺς
Δαρεῖος ἐπέταξε γραφῆναι τὸ δόγμα. -
Δαν. 6,9 Τοτε ο βασιλεύς Δαρείος, καλή τη πίστει, διέταξε
να δημοσιευθή το βασιλικόν αυτό διάταγμα.
Δαν.
6,10 Καὶ Δανιήλ, ἡνίκα
ἔγνω ὅτι ἐνετάγη τὸ δόγμα, εἰσῆλθεν εἰς
τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ αἱ θυρίδες ἀνεῳγμέναι
αὐτῷ ἐν τοῖς ὑπερῴοις αὐτοῦ
κατέναντι Ἱερουσαλήμ, καὶ καιροὺς τρεῖς τῆς ἡμέρας
ἦν κάμπτων ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ καὶ
προσευχόμενος καὶ ἐξομολογούμενος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ
αὐτοῦ, καθὼς ἦν ποιῶν ἔμπροσθεν.
Δαν. 6,10 Ο Δανιήλ, όταν επληροφορήθη ότι εδημοσιεύθη το
βασιλικόν αυτό διάταγμα, εισήλθεν στον οίκον του. Τα παράθυρα του υπερώου του
ήσαν ανοικτά απέναντι από την Ιερουσαλήμ. Τρεις δε φοράς την ημέραν έκαμπτε τα
γόνατα, προσηύχετο και εδοξολογούσε τον Θεόν, όπως έκαμνε και κατά τον
προηγούμενον χρόνον.
Δαν.
6,11 τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι
παρετήρησαν καὶ εὗρον τὸν Δανιὴλ ἀξιοῦντα
καὶ δεόμενον τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ.
Δαν. 6,11 Τοτε οι άνδρες εκείνοι παρηκολούθησαν τον Δανιήλ
και τον ευρήκαν να προσεύχεται και να, παρακαλή τον Θεόν
Δαν.
6,12 καὶ προσελθόντες
λέγουσι τῷ βασιλεῖ· βασιλεῦ, οὐχ ὁρισμὸν
ἔταξας, ὅπως πᾶς ἄνθρωπος, ὃς ἂν αἰτήσῃ
παρὰ παντὸς θεοῦ καὶ ἀνθρώπου αἴτημα ἕως
ἡμερῶν τριάκοντα, ἀλλ᾿ ἢ παρὰ σοῦ,
βασιλεῦ, ἐμβληθήσεται εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων;
καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀληθινὸς ὁ
λόγος, καὶ τὸ δόγμα Μήδων καὶ Περσῶν οὐ
παρελεύσεται.
Δαν. 6,12 Παρουσιάσθησαν στον βασιλέα κα είπαν προς αυτόν·
“βασιλεύ, συ δεν υπέγραψες και εδημοσίευσες διαταγήν να ρίπτεται στον λάκκον
των λεόντων κάθε άνθρωπος, ο οποίος θα εζητούσε κάτι από οιονδήποτε άλλον, από
Θεού μέχρις ανθρώπου, επί τριάκοντα ημέρας, ειμή μόνον από σέ, βασιλεύ;” Ο
βασιλεύς απήντησεν· “ορθός είναι ο λόγος αυτός και η διαταγή του βασιλέως των
Μηδών και των Περσών, καθ' ο αλάθητος, δεν πρόκειται να ακυρωθή.
Δαν.
6,13 τότε ἀπεκρίθησαν καὶ
λέγουσιν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως· Δανιὴλ ὁ ἀπὸ
τῶν υἱῶν τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Ἰουδαίας
οὐχ ὑπετάγη τῷ δόγματί σου, καὶ καιροὺς τρεῖς
τῆς ἡμέρας αἰτεῖ παρὰ τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ
τὰ αἰτήματα αὐτοῦ.
Δαν. 6,13 Τοτε οι άνδρες εκείνοι απεκρίθησαν και είπαν
ενώπιον του βασιλέως· “ο Δανιήλ, ένας από τους αιχμαλώτους Ιουδαίους, δεν
υπετάχθη εις την διαταγήν σου και τρεις φορές εκάστην ημέραν προσεύχεται προς
τον Θεόν και υποβάλλει εις αυτόν τα αιτήματά του”.
Δαν.
6,14 τότε ὁ βασιλεύς, ὡς
τὸ ῥῆμα ἤκουσε, πολὺ ἐλυπήθη ἐπ᾿
αὐτῷ καὶ περὶ τοῦ Δανιὴλ ἠγωνίσατο τοῦ
ἐξελέσθαι αὐτὸν καὶ ἕως ἑσπέρας ἦν ἀγωνιζόμενος
τοῦ ἐξελέσθαι αὐτόν.
Δαν. 6,14 Τοτε ο βασιλεύς, όταν ήκουσεν αυτόν τον λόγον,
ελυπήθη παρά πολύ δια τούτο και κατέβαλεν αγώνας, δια να σώση τον Δανιήλ από
την καταδίκην. Μέχρι δε της εσπέρας ηγωνίζετο να τον γλυτώση.
Δαν.
6,15 τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι
λέγουσι τῷ βασιλεῖ· γνῶθι, βασιλεῦ, ὅτι τὸ
δόγμα Μήδοις καὶ Πέρσαις τοῦ πᾶν ὁρισμὸν καὶ
στάσιν, ἣν ἂν ὁ βασιλεὺς στήσῃ, οὐ δεῖ
παραλλάξαι. -
Δαν. 6,15 Τοτε οι άνδρες εκείνοι είπαν στον βασιλέα· “έχε
υπ' όψιν σου, βασιλεύ, ότι σύμφωνα με τον νόμον των Μηδων και των Περσών,
κανένα διάταγμα, καμμία απαγόρευσις εκδιδομένη υπό του βασιλέως δεν
τροποποιείται και πολύ περισσότερον δεν ακυρώνεται”.
Δαν.
6,16 Τότε ὁ βασιλεὺς
εἶπε καὶ ἤγαγον τὸν Δανιὴλ καὶ ἐνέβαλον
αὐτὸν εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων· καί εἶπεν
ὁ βασιλεὺς τῷ Δανιήλ· ὁ Θεός σου, ᾧ σὺ
λατρεύεις ἐνδελεχῶς, αὐτὸς ἐξελεῖταί σε.
Δαν. 6,16 Τοτε ο βασιλεύς διέταξε και έφεραν τον Δανιήλ και
τον έρριψαν στον λάκκον των λεόντων. Είπε δε ο βασιλεύς στον Δανιήλ· “ο Θεός
σου, τον οποίον συ λατρεύεις πάντοτε, αυτός θα σε γλυτώση από τον κίνδυνον”.
Δαν.
6,17 καὶ ἤνεγκαν
λίθον καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὸ στόμα τοῦ λάκκου,
καὶ ἐσφραγίσατο ὁ βασιλεὺς ἐν τῷ δακτυλίῳ
αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ δακτυλίῳ τῶν
μεγιστάνων αὐτοῦ, ὅπως μὴ ἀλλοιωθῇ πρᾶγμα
ἐν τῷ Δανιήλ.
Δαν. 6,17 Εφεραν ένα λίθον και τον έθεσαν στο άνοιγμα του
λάκκου, ο δε βασιλεύς εσφράγισεν αυτόν με το δακτυλίδι του και με τα δακτυλίδια
των μεγιστάνων του, ώστε να μη γίνη καμμία τροποποίησις ευνοούσα τον Δανιήλ.
Δαν.
6,18 καὶ ἀπῆλθεν
ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ
ἐκοιμήθη ἄδειπνος, καὶ ἐδέσματα οὐκ εἰσήνεγκαν
αὐτῷ καὶ ὁ ὕπνος ἀπέστη ἀπ᾿ αὐτοῦ.
καὶ ἔκλεισεν ὁ Θεὸς τὰ στόματα τῶν λεόντων,
καὶ οὐ παρηνώχλησαν τῷ Δανιήλ.
Δαν. 6,18 Ο βασιλεύς καταλυπημένος επανήλθεν στο ανάκτορόν
του και έπεσε προς ύπνον χωρίς βραδυνόν φαγητόν. Εδωσεν εντολήν να μη του
φέρουν καθόλου φαγητά. Ο ύπνος του όμως έφυγεν από τα βλέφαρά του. Ο Θεός όμως
έκλεισε τα στόματα των λεόντων και δεν παρηνόχλησαν καθόλου τον Δανιήλ.
Δαν.
6,19 τότε ὁ βασιλεὺς
ἀνέστη τὸ πρωΐ ἐν τῷ φωτὶ καὶ ἐν
σπουδῇ ἦλθεν ἐπὶ τὸν λάκκον τῶν
λεόντων·
Δαν. 6,19 Οταν ήλθεν η πρωΐα και το φως ηπλώθη, ηγέρθη ο
βασιλεύς και βιαστικός έτρεξεν στον λάκκον των λεόντων.
Δαν.
6,20 καὶ ἐν τῷ
ἐγγίζειν αὐτὸν τῷ λάκκῳ ἐβόησε φωνῇ ἰσχυρᾷ·
Δανιήλ, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ
Θεός σου, ᾧ σὺ λατρεύεις ἐνδελεχῶς, εἰ ἠδυνήθη
ἐξελέσθαι σε ἐκ τοῦ στόματος τῶν λεόντων;
Δαν. 6,20 Καθώς δε επλησίαζεν στον λάκκον εφώναξε με φωνήν
ισχυράν· “Δανιήλ, δούλε του Θεού του ζώντος, ο Θεός τον οποίον συ πάντοτε
λατρεύεις ημπόρεσε να σε σώση από το στόμα των λεόντων;”
Δαν.
6,21 καὶ εἶπε Δανιὴλ
τῷ βασιλεῖ· βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας
ζῆθι.
Δαν. 6,21 Ο Δανιήλ απήντησεν στον βασιλέα· “βασιλεύ, στους
αιώνας να ζήσης.
Δαν.
6,22 ὁ Θεός μου ἀπέστειλε
τὸν ἄγγελον αὐτοῦ, καὶ ἐνέφραξε τὰ
στόματα τῶν λεόντων, καὶ οὐκ ἐλυμήναντό με, ὅτι
κατέναντι αὐτοῦ εὐθύτης εὑρέθη ἐμοί· καὶ
ἐνώπιον δέ σου, βασιλεῦ, παράπτωμα οὐκ ἐποίησα.
Δαν. 6,22 Ο Θεός μου έστειλε τον άγγελόν του και έκλεισε τα
στόματα των λεόντων. Και έτσι κανείς από αυτούς δεν με έβλαψε, διότι εγώ το
ορθόν και ευθές έπραξα απέναντι του Θεού μου. Αλλά και απέναντί σου, βασιλεύ,
δεν διέπραξα κανένα σφάλμα”.
Δαν.
6,23 τότε ὁ βασιλεὺς
πολὺ ἠγαθύνθη ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ τὸν
Δανιὴλ εἶπεν ἀνενέγκαι ἐκ τοῦ λάκκου. καὶ ἀνηνέχθη
Δανιὴλ ἐκ τοῦ λάκκου, καὶ πᾶσα διαφθορὰ οὐχ
εὑρέθη ἐν αὐτῷ, ὅτι ἐπίστευσεν ἐν τῷ
Θεῷ αὐτοῦ.
Δαν. 6,23 Ο βασιλεύς εδοκίμασε μεγάλην χαράν και διέταξε να
βγάλουν αμέσως τον Δανιήλ από τον λάκκον. Πράγματι τον ανέσυραν από τον λάκκον
και τον ευρήκαν ακέραιον και αβλαβή, διότι είχε μεγάλην πίστιν προς τον Θεόν.
Δαν.
6,24 καὶ εἶπεν ὁ
βασιλεύς, καὶ ἠγάγοσαν τοὺς ἄνδρας τοὺς
διαβαλόντας τὸν Δανιήλ, καὶ εἰς τὸν λάκκον τῶν
λεόντων ἐνεβλήθησαν, αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοὶ
αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν· καὶ
οὐκ ἔφθασαν εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ λάκκου, ἕως
οὗ ἐκυρίευσαν αὐτῶν οἱ λέοντες καὶ πάντα τὰ
ὀστᾶ αὐτῶν ἐλέπτυναν. -
Δαν. 6,24 Ο βασιλεύς διέταξε τότε και έφεραν τους άνδρας, οι
οποίοι είχαν συκοφαντήσει τον Δανιήλ, και τους έρριψαν στον λάκκον των λεόντων,
αυτούς και τα παιδιά των και τας γυναίκας των. Πριν δε καλά καλά φθάσουν αυτοί
στον πυθμένα του λάκκου, οι λέοντες τους ήρπασαν και συνέτριψαν όλα τα κόκκαλα
των.
Δαν.
6,25 Τότε Δαρεῖος ὁ
βασιλεὺς ἔγραψε πᾶσι τοῖς λαοῖς, φυλαῖς,
γλώσσαις, τοῖς οἰκοῦσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ·
εἰρήνη ὑμῖν πληθυνθείη·
Δαν. 6,25 Τοτε ο Δαρείος ο βασιλεύς εκοινοποίησεν έγγραφον
εγκύκλιον προς όλους τους ανθρώπους των λαών, φυλών και γλωσσών, οι οποίοι
κατοικούσαν καθ' όλην την έκτασιν της αυτοκρατορίας του και είπεν· “εύχομαι να
έχετε πάντοτε πλουσίαν και αδιατάρακτον την ειρήνην.
Δαν.
6,26 ἐκ προσώπου μου ἐτέθη
δόγμα τοῦτο ἐν πάσῃ ἀρχῇ τῆς βασιλείας μου
εἶναι τρέμοντας καὶ φοβουμένους ἀπὸ προσώπου τοῦ
Θεοῦ Δανιήλ, ὅτι αὐτός ἐστι Θεὸς ζῶν καὶ
μένων εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ
οὐ διαφθαρήσεται, καὶ ἡ κυριεία αὐτοῦ ἕως
τέλους·
Δαν. 6,26 Εβγήκεν εκ μέρους μου τούτο το διάταγμα προς όλας
τας αρχάς και εξουσίας του βασιλείου μου· Οι υπήκοοί μου να τρέμουν και να
φοβούνται τον Θεόν του Δανιήλ, διότι αυτός είναι ο ζων Θεός, ο αιώνιος, ο μένων
στους αιώνας. Η βασιλεία αυτού ουδέποτε θα καταστραφή και η κυριαρχία του θα
είναι χωρίς τέρμα.
Δαν.
6,27 ἀντιλαμβάνεται καὶ
ῥύεται καὶ ποιεῖ σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ
οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, ὅστις ἐξείλατο
τὸν Δανιὴλ ἐκ χειρὸς τῶν λεόντων.
Δαν. 6,27 Αναλαμβάνει υπό την προστασίαν του κάθε πιστόν και
τον σώζει από οιονδήποτε κίνδυνον, κάμνει σημεία και τέρατα στον ουρανόν και
εις την γην. Είναι αυτός, ο οποίος έσωσε τον Δανιήλ από το στόμα των λεόντων”.
Δαν.
6,28 καὶ Δανιὴλ
κατηύθυνεν ἐν τῇ βασιλείᾳ Δαρείου καὶ ἐν τῇ
βασιλείᾳ Κύρου τοῦ Πέρσου.
Δαν. 6,28 Ο δε Δανιήλ ευδοκιμούσε και προήγετο εις την
βασιλείαν του Δαρείου και εις την βασιλείαν του Κυρου, βασιλέως των Περσών.
ΔΑΝΙΗΛ
7
Δαν.
7,1 Ἐν ἔτει πρώτῳ
Βαλτάσαρ βασιλέως Χαλδαίων Δανιὴλ ἐνύπνιον εἶδε, καὶ αἱ
ὁράσεις τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς
κοίτης αὐτοῦ, καὶ τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ ἔγραψεν·
Δαν. 7,1 Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του Βαλτάσαρ,
βασιλέως των Χολδαίων, ο Δανιήλ είδεν ενύπνιον, θεία οράματα εις την διάνοιάν
του, καθώς εκοιμάτο επάνω εις την κλίνην του. Αυτό δε το ενύπιόν του το
έγραψεν·
Δαν.
7,2 ἐγὼ Δανιὴλ
ἐθεώρουν ἐν ὁράματί μου τῆς νυκτὸς καὶ ἰδοὺ
οἱ τέσσαρες ἄνεμοι τοῦ οὐρανοῦ προσέβαλον εἰς
τὴν θάλασσαν τὴν μεγάλην.
Δαν. 7,2 “Εγώ, ο Δανιήλ, είδον κατά την νύκτα ένα όραμα·
και ιδού τέσσαρες άνεμοι από τον ουρανόν προσέβαλαν και ανετάραξαν την θάλασσαν
την μεγάλην, την Μεσόγειον.
Δαν.
7,3 καὶ τέσσαρα θηρία
μεγάλα ἀνέβαινον ἐκ τῆς θαλάσσης διαφέροντα ἀλλήλων.
Δαν. 7,3 Τέσσαρα δε μεγάλα θηρία, διαφορετικά το ένα από
το άλλο, εξήρχοντο από την θάλασσαν.
Δαν.
7,4 τὸ πρῶτον ὡσεὶ
λέαινα, καὶ πτερὰ αὐτῇ ὡσεὶ ἀετοῦ·
ἐθεώρουν ἕως οὗ ἐξετίλη τὰ πτερὰ αὐτῆς,
καὶ ἐξῄρθη ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ
ποδῶν ἀνθρώπου ἐστάθη, καὶ καρδία ἀνθρώπου ἐδόθη
αὐτῇ.
Δαν. 7,4 Το πρώτον ωμοίαζε με λέαιναν, είχε δε πτερά όμοια
προς τα πτερά του αετού. Παρατηρούσα με προσοχήν, έως ότου εμαδήθησαν τα πτερά
της λεαίνης. Αυτή εσηκώθη ορθία εις την γην και εστάθη επί τους πόδας της ως
άνθρωπος. Εδόθη δε εις αυτήν καρδία ανθρώπου.
Δαν.
7,5 καὶ ἰδοὺ
θηρίον δεύτερον ὅμοιον ἄρκῳ, καὶ εἰς μέρος ἓν
ἐστάθη, καὶ τρεῖς πλευραὶ ἐν τῷ στόματι αὐτῆς
ἀναμέσον τῶν ὀδόντων αὐτῆς, καὶ οὕτως
ἔλεγον αὐτῇ· ἀνάστηθι, φάγε σάρκας πολλάς.
Δαν. 7,5 Και ιδού, ενεφανίσθη κατόπιν δεύτερον θηρίον, το
οποίον ωμοίαζε με άρκτον. Εστάθη προς το ένα μέρος, στο στόμα της, ανάμεσα από
τα δόντια της υπήρχον τρεις πλευραί με κρέας. Ηκούσθη δε μία φωνή, η οποία
έλεγε προς αυτήν· Σηκω και φάγε πολλάς σάρκας.
Δαν.
7,6 ὀπίσω τούτου ἐθεώρουν
καὶ ἰδοὺ θηρίον ἕτερον ὡσεὶ πάρδαλις, καὶ
αὐτῇ πτερὰ τέσσαρα πετεινοῦ ὑπεράνω αὐτῆς,
καὶ τέσσαρες κεφαλαὶ τῷ θηρίῳ, καὶ ἐξουσία ἐδόθη
αὐτῇ.
Δαν. 7,6 Αμέσως πίσω από αυτό έβλεπα, ότι ήρχετο άλλο
θηρίον, το οποίον ωμοίαζε με πάρδαλιν. Εις αυτό και στο επάνω μέρος του σώματός
του υπήρχον τέσσαρες πτέρυγες πτηνού. Εις το θηρίον αυτό επίσης υπήρχον
τέσσαρες κεφαλαί. Μεγάλη δε εξουσία του εδόθη.
Δαν.
7,7 ὀπίσω τούτου ἐθεώρουν
καὶ ἰδοὺ θηρίον τέταρτον φοβερὸν καὶ ἔκθαμβον
καὶ ἰσχυρὸν περισσῶς, καὶ οἱ ὀδόντες
αὐτοῦ σιδηροῖ μεγάλοι, ἐσθίον καὶ λεπτῦνον
καὶ τὰ ἐπίλοιπα τοῖς ποσὶν αὐτοῦ
συνεπάτει, καὶ αὐτὸ διάφορον περισσῶς παρὰ πάντα
τὰ θηρία τὰ ἔμπροσθεν αὐτοῦ, καὶ κέρατα
δέκα αὐτῷ.
Δαν. 7,7 Πισω από το θηρίον αυτό είδα να έρχεται αμέσως
ένα άλλο τέταρτον φοβερόν θηρίον εμπνέον κατάπληξιν και τρόμον, πάρα πολύ δε
ισχυρόν. Τα δόντια του ήσαν μεγάλα και σιδερένια. Συνέτριβε και κατέτρωγε κατά
την όρεξιν αυτού, τα δε υπόλοιπα καταπατούσε με τα πόδια του. Το θηρίον αυτό
ήτό κατά πολύ διαφορετικόν από τα άλλα θηρία, που είχαν προηγηθή. Εφερε δε δέκα
κέρατα.
Δαν.
7,8 προσενόουν τοῖς
κέρασιν αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ κέρας ἕτερον μικρὸν
ἀνέβη ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ τρία κέρατα τῶν
ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐξεῤῥιζώθη ἀπὸ
προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ
ὀφθαλμοὶ ἀνθρώπου ἐν τῷ κέρατι τούτῳ καὶ
στόμα λαλοῦν μεγάλα.
Δαν. 7,8 Παρετήρησα με προσοχήν τα κέρατά του και είδα και
ιδού, ένα μικρόν κέρατον εφύτρωσεν ανάμεσα από τα άλλα. Τρία δε από τα δέκα
προηγούμενα κέρατα εξερριζώθησαν, αμέσως μόλις ενεφανίσθη το μικρόν κέρας. Εις
το μικρόν αυτό κέρας υπήρχον οφθαλμοί όμοιοι με ανθρωπίνους οφθαλμούς και
στόμα, το οποίον εμεγαλαυχούσε και αλαζονεύετο.
Δαν.
7,9 ἐθεώρουν ἕως ὅτου
οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο,
καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ
χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ
ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ
τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον·
Δαν. 7,9 Παρετήρουν με προσοχήν και έβλεπα, μέχρις ότου
ετέθησαν θρόνοι και ο παλαιός των ημέρων, ο προαιώνιος Θεός και πατήρ, εκάθισεν
στον θρόνον. Το ένδυμά του ήτο λευκόν ωσάν το χιόνι και αι τρίχες της κεφαλής
του λευκαί ωσάν το καθαρόν ολόλευκον έριον. Ο θρόνος αυτού ήτο φλόγα πυρός και
οι τροχοί του θρόνου του ήσαν πυρ, που εξέπεμπε φλόγας.
Δαν.
7,10 ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν
ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ,
καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε,
καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν.
Δαν. 7,10 Πυρινος ποταμός έτρεχεν έμπροσθέν του. Χιλιαι
χιλιάδες αγγέλων τον υπηρετούσαν και μύριαι μυριάδες αγγέλων ίσταντο πλησίον
του. Κριτήριον εστήθη και τα βιβλία ηνοίχθησαν.
Δαν.
7,11 ἐθεώρουν τότε ἀπὸ
φωνῆς τῶν λόγων τῶν μεγάλων, ὧν τὸ κέρας ἐκεῖνο
ἐλάλει, ἕως οὗ ἀνῃρέθη τὸ θηρίον καὶ ἀπώλετο,
καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐδόθη εἰς καῦσιν
πυρός.
Δαν. 7,11 Εστράφην τότε εκεί, όπου ηκούετο μία φωνή των
μεγάλων λόγων, του οποίους εξεστόμιζε το μικρόν εκείνο κέρατον, μέχρις ότου
εφονεύθη το θηρίον και εξηφανίσθη και το σώμα του πάρεδόθη να καή στο πυρ.
Δαν.
7,12 καὶ τῶν λοιπῶν
θηρίων μετεστάθη ἡ ἀρχή, καὶ μακρότης ζωῆς ἐδόθη
αὐτοῖς ἕως καιροῦ καὶ καιροῦ.
Δαν. 7,12 Και από το αλλά θηρία αφηρέθη η εξουσία, αλλά
εδόθη εις αυτά παράτασις ζωής μέχρις ωρισμένου καιρού.
Δαν.
7,13 ἐθεώρουν ἐν ὁράματι
τῆς νυκτὸς καὶ ἰδοὺ μετὰ τῶν νεφελῶν
τοῦ οὐρανοῦ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος
ἦν καὶ ἕως τοῦ παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν
ἔφθασε καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ προσηνέχθη.
Δαν. 7,13 Εβλεπα μετά προσοχής στο όραμα της νυκτός και ιδού
κάποιος, ως υιός ανθρώπου, ήρχετο επ' των νεφελών του ουρανού, έφθασε εμπρός
στον παλαιόν των ημερών και ωδηγήθη προς αυτόν υπό των αγγέλων εν δόξη.
Δαν.
7,14 καὶ αὐτῷ ἐδόθη
ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ
βασιλεία, καὶ πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι αὐτῷ
δουλεύσουσιν· ἡ ἐξουσία αὐτοῦ ἐξουσία αἰώνιος,
ἥτις οὐ παρελεύσεται, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ
οὐ διαφθαρήσεται.-
Δαν. 7,14 Εις αυτόν εδόθη η εξουσία, η τιμή και η βασιλεία
και όλοι οι άνθρωποι λαοί, φυλαί και γλώσσαι θα υπηρετήσουν αυτόν. Η εξουσία
του θα είναι εξουσία αιωνία και η βασιλεία αυτού ποτέ δεν θα φθαρή και δεν θα
σβήση.
Δαν.
7,15 Ἔφριξε τὸ πνεῦμά
μου ἐν τῇ ἕξει μου, ἐγὼ Δανιήλ, καὶ αἱ
ὁράσεις τῆς κεφαλῆς μου ἐτάρασσόν με.
Δαν. 7,15 Εφριξεν εντός μου το πνεύμα μου, εγώ ο Δανιήλ το
βεβαιώνω τούτο, και τα οράματα αυτά της κεφαλής μου με συνετάραξαν.
Δαν.
7,16 καὶ προσῆλθον ἑνὶ
τῶν ἑστηκότων καὶ τὴν ἀκρίβειαν ἐζήτουν παρ᾿
αὐτοῦ μαθεῖν περὶ πάντων τούτων, καὶ εἶπέ
μοι τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὴν σύγκρισιν τῶν λόγων ἐγνώρισέ
μοι·
Δαν. 7,16 Επλησίασα τότε ένα από τα παρευρισκόμενα ουράνια
πνεύματα και εζητούσα να μάθω την ακριβή σημασίαν όλων αυτών που είδα. Εκείνο
δέ μου απήντησε και μου κατέστησε γνωστήν την ακρίβειαν και την ερμηνείαν των
πραγμάτων αυτών.
Δαν.
7,17 ταῦτα τὰ θηρία
τὰ μεγάλα τὰ τέσσαρα, τέσσαρες βασιλεῖαι ἀναστήσονται ἐπὶ
τῆς γῆς,
Δαν. 7,17 Αυτά τα τέσσαρα μεγάλα θηρία, μου είπε, είναι αι
τέσσαρες βασιλείαι, αι οποίαι η μία μετά την άλλην θα εμφανισθούν επί της γης.
Δαν.
7,18 αἳ ἀρθήσονται·
καὶ παραλήψονται τὴν βασιλείαν ἅγιοι Ὑψίστου καὶ
καθέξουσιν αὐτὴν ἕως αἰῶνος τῶν αἰώνων.
Δαν. 7,18 Αυταί όμως θα εξαφανισθούν και θα λάβουν την
βασιλείαν κατόπιν οι άγιοι του Υψίστου Θεού και θα κρατήσουν αυτήν αιωνίαν και
αναφαίρετον.
Δαν.
7,19 καὶ ἐζήτουν ἀκριβῶς
περὶ τοῦ θηρίου τοῦ τετάρτου, ὅτι ἦν διαφέρον παρὰ
πᾶν θηρίον, φοβερὸν περισσῶς, οἱ ὀδόντες αὐτοῦ
σιδηροῖ καὶ ὄνυχες αὐτοῦ χαλκοῖ. ἐσθίον
καὶ λεπτῦνον καὶ τὰ ἐπίλοιπα τοῖς ποσὶν
αὐτοῦ συνεπάτει·
Δαν. 7,19 Ιδιαιτέρως τότε εζήτησα ακριβεστέρας πληροφορίας
περί του τετάρτου θηρίου, διότι αυτό ήτο πολύ διαφορετικόν από τα άλλα τρία·
πάρα πολύ φοβερόν τα δόντια του σιδερένια, τα νύχια του χάλκινα. Κατέτρωγε και
συνέτριβε όσα ήθελε, τα δε υπόλοιπα τα καταπατούσε με τα πόδια του.
Δαν.
7,20 καὶ περὶ τῶν
κεράτων αὐτοῦ τῶν δέκα τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ
αὐτοῦ καὶ τοῦ ἑτέρου τοῦ ἀναβάντος καὶ
ἐκτινάξαντος τῶν προτέρων τρία, κέρας ἐκεῖνο, ᾧ οἱ
ὀφθαλμοὶ καὶ στόμα λαλοῦν μεγάλα καὶ ἡ ὅρασις
αὐτοῦ μείζων τῶν λοιπῶν.
Δαν. 7,20 Εζητούσα πληροφορίας δια τα δέκα κέρατα, που
υπήρχον εις την κεφαλήν του, και δια το άλλο κέρας, που εφύτρωσε και το οποίον
εξερρίζωσε και επέταξεν στο έδαφος τα προηγούμενα τρία· δια το κέρατον εκείνο,
το οποίον είχεν οφθαλμούς και στόμα που μεγολαυχούσε και αλαζονεύετο η δε
εμφάνισίς του ήτο μεγαλύτερα κι περισσότερον εντυπωσιακή από την των άλλων
κεράτων.
Δαν.
7,21 ἐθεώρουν καὶ τὸ
κέρας ἐκεῖνο ἐποίει πόλεμον μετὰ τῶν ἁγίων
καὶ ἴσχυσε πρὸς αὐτούς,
Δαν. 7,21 Εβλεπα μετά προσοχής και είδον, ότι το κέρατον
εκείνο έκαμε πόλεμον εναντίον των ανθρώπων του Θεού και τους ενίκησε.
Δαν.
7,22 ἕως οὗ ἦλθεν
ὁ παλαιὸς ἡμερῶν καὶ τὸ κρίμα ἔδωκεν ἁγίοις
Ὑψίστου, καὶ ὁ καιρὸς ἔφθασε καὶ τὴν
βασιλείαν κατέσχον οἱ ἅγιοι.
Δαν. 7,22 Μέχρις ότου ήλθεν ο παλαιός των ημερών, ο
προαιώνιος Θεός, ο οποίος έδωσε την νίκην στους αγίους ανθρώπους του Υψίστου.
Και έτσι έφθασεν ο καιρός, κατά τον οποίον οι άγιοι κατέλαβον την βασιλείαν.
Δαν.
7,23 καὶ εἶπε·
τὸ θηρίον τὸ τέταρτον, βασιλεία τετάρτη ἔσται ἐν τῇ
γῇ, ἥτις ὑπερέξει πάσας τὰς βασιλείας καὶ
καταφάγεται πᾶσαν τὴν γῆν καὶ συμπατήσει αὐτὴν
καὶ κατακόψει.
Δαν. 7,23 Μου είπε λοιπόν· Το τέταρτον θηρίον είναι η τετάρτη
βασιλεία επάνω εις την γην, η οποία από απόψεως δυνάμεως και αγριότητος θα
υπερέχη από τας άλλας βασιλείας. Θα καταφάγη όλην την οικουμένην, θα ποδοπατήση
και θα κατακόψη αυτήν.
Δαν.
7,24 καὶ τὰ δέκα
κέρατα αὐτοῦ, δέκα βασιλεῖς ἀναστήσονται, καὶ ὀπίσω
αὐτῶν ἀναστήσεται ἕτερος, ὃς ὑπεροίσει κακοῖς
πάντας τοὺς ἔμπροσθεν, καὶ τρεῖς βασιλεῖς
ταπεινώσει·
Δαν. 7,24 Τα δέκα κέρατα του θηρίου αυτού συμβολίζουν τους
δέκα βασιλείς, που θα εμφανισθούν. Κατόπιν από αυτούς θα εμφανισθή ένας άλλος,
ο οποίος θα ξεπεράση όλους τους προηγηθέντας εις έργα κακά και ολέθρια, τους δε
τρεις βασιλείς θα κτυπήση και θα εξευτελιση.
Δαν.
7,25 καὶ λόγους πρὸς
τὸν Ὕψιστον λαλήσει καὶ τοὺς ἁγίους Ὑψίστου
παλαιώσει καὶ ὑπονοήσει τοῦ ἀλλοιῶσαι καιροὺς
καὶ νόμον. καὶ δοθήσεται ἐν χειρὶ αὐτοῦ ἕως
καιροῦ καὶ καιρῶν καὶ ἥμισυ καιροῦ.
Δαν. 7,25 Αυτός θα εκσφενδονίση λόγους αλαζονικούς και
υβριστικούς εναντίον του Υψίστου Θεού. Θα καταδιώξη και θα αχρηστεύση τους
αγίους του Υψίστου Θεού. Θα σχεδιάση να αλλάξη τους καιρούς και τον νόμον του
Θεού, να δημιουργήση νέαν τάξιν πραγμάτων. Μέχρις ωρισμένου καιρού θα
παραχωρηθή εις αυτόν μία τέτοια εξουσία.
Δαν.
7,26 καὶ τὸ
κριτήριον καθίσει καὶ τὴν ἀρχὴν μεταστήσουσι τοῦ ἀφανίσαι
καὶ τοῦ ἀπολέσαι ἕως τέλους.
Δαν. 7,26 Κατόπιν όμως το κριτήριον του Θεού θα καθίση και οι
άγγελοι του Θεού θα αφαιρέσουν την εξουσίαν του, θα τον εξαφανίσουν και θα τον
εξολοθρεύσουν εξ ολοκλήρου.
Δαν.
7,27 καὶ ἡ βασιλεία
καὶ ἡ ἐξουσία καὶ ἡ μεγαλωσύνη τῶν βασιλέων
τῶν ὑποκάτω παντὸς τοῦ οὐρανοῦ ἐδόθη ἁγίοις
Ὑψίστου, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ βασιλεία αἰώνιος,
καὶ πᾶσαι αἱ ἀρχαὶ αὐτῷ δουλεύσουσι
καὶ ὑπακούσονται.
Δαν. 7,27 Επειτα η βασιλεία και η εξουσία και το μεγαλείον
των βασιλέων, όλων όσοι ευρίσκονται κάτω από τον ουρανόν, θα δοθή στους αγίους
του Υψιστου Θεού. Η βασιλεία αυτού είναι βασιλεία αιωνία. Ολαι αι αρχαί θα τον
υπηρετούν και θα υπακούουν εις αυτόν.
Δαν.
7,28 ἕως ὧδε τὸ
πέρας τοῦ λόγου. ἐγὼ Δανιήλ, οἱ διαλογισμοί μου ἐπὶ
πολὺ συνετάρασσόν με, καὶ ἡ μορφή μου ἠλλοιώθη ἐπ᾿
ἐμοί, καὶ τὸ ῥῆμα ἐν τῇ καρδίᾳ
μου διετήρησα.
Δαν. 7,28 Εδώ παίρνει πέρας ο λόγος. Εγώ, ο Δανιήλ,
επιβεβαιώνω και υπογράφω αυτά. Οι διαλογισμοί μου επί πολύ διάστημα χρόνου με
συνετάρασσαν και η όψις του προσώπου μου ήλλαξεν επάνω μου. Αλλά τα
αποκαλυπτικά αυτά οράματα και λόγια τα διετήρησα πιστώς μέσα εις την καρδίαν
μου”.
ΔΑΝΙΗΛ
8
Δαν.
8,1 Ἐν ἔτει τρίτῳ
τῆς βασιλείας Βαλτάσαρ τοῦ βασιλέως ὅρασις ὤφθη πρός
με, ἐγὼ Δανιήλ, μετὰ τὴν ὀφθεῖσάν μοι τὴν
ἀρχήν.
Δαν. 8,1 Κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του βασιλέως
Βαλτάσαρ, παρουσιάσθη εις εμέ τον Δανιήλ ένα όραμα, έπειτα από το όραμα, το
οποίον είχα ίδει προηγουμένως.
Δαν.
8,2 καὶ ἤμην ἐν
Σούσοις τῇ βάρει, ἥ ἐστιν ἐν χώρᾳ Αἰλὰμ
καὶ εἶδον ἐν ὁράματι καὶ ἤμην ἐπὶ
τοῦ Οὐβὰλ
Δαν. 8,2 Ευρισκόμην εις τα Σούσα εις ένα οχυρόν πύργον,
που ευρίσκετο εις την χώραν Αιλάμ. Εκεί είδον ένα όραμα. Είδα δηλαδή, ότι
ευρισκόμην πλησίον στον ποταμόν Ουβάλ.
Δαν.
8,3 καὶ ᾖρα τοὺς
ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον· καὶ ἰδοὺ κριὸς
εἷς ἑστηκὼς πρὸ τοῦ Οὐβάλ. καὶ αὐτῷ
κέρατα ὑψηλά, καὶ τὸ ἓν ὑψηλότερον τοῦ ἑτέρου,
καὶ τὸ ὑψηλὸν ἀνέβαινεν ἐπ᾿ ἐσχάτων.
Δαν. 8,3 Εσήκωσα τα μάτια μου· και είδα· και ιδού, ένας
κριος εστέκετο πλησίον του ποταμού Ουβάλ. Είχε δύο κέρατα υψηλά, το ένα
υψηλότερον από το άλλο, αυτό δε και ολοένα εμεγάλωνεν ανερχόμενον.
Δαν.
8,4 καὶ εἶδον τὸν
κριὸν κερατίζοντα κατὰ θάλασσαν καὶ βοῤῥᾶν
καὶ νότον, καὶ πάντα τὰ θηρία οὐ στήσεται ἐνώπιον
αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐξαιρούμενος ἐκ
χειρὸς αὐτοῦ, καὶ ἐποίησε κατὰ τὸ
θέλημα αὐτοῦ καὶ ἐμεγαλύνθη.
Δαν. 8,4 Είδα, ότι κριος αυτός εκτυπούσε με τα κέρατά του
προς δυσμάς, προς βορράν και προς νότον. Κανένα από τα θηρία δεν ήτο δυνατόν να
αντισταθή ενώπιόν του, κανείς δεν ημπορούσε να γλυτώση από την δύναμίν του.
Εκανε ο,τι ήθελε και έτσι ανεδείχθη ένδοξος και μέγας.
Δαν.
8,5 καὶ ἐγὼ ἤμην
συνίων καὶ ἰδοὺ τράγος αἰγῶν ἤρχετο ἀπὸ
λιβὸς ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς καὶ οὐκ
ἦν ἁπτόμενος τῆς γῆς, καὶ τῷ τράγῳ
κέρας θεωρητὸν ἀναμέσον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ.
Δαν. 8,5 Εγώ παρατηρούσα με πολλήν προσοχήν, και ιδού,
παρουσιάσθη ένας τράγος αιγών, ο οποίος ήρχετο από τα νοτιοδυτικά και
προχωρούσε επάνω εις όλην την γην. Καθώς δε με μεγάλην ταχύτητα έτρεχεν,
εφαίνετο ότι δεν ήγγιζε την γην. Είχε δε ανάμεσα στους οφθαλμούς του ένα
μεγαλοπρεπές ξιοπαρατήρητον κέρατον.
Δαν.
8,6 καὶ ἦλθεν ἕως
τοῦ κριοῦ τοῦ τά κέρατα ἔχοντος, οὗ εἶδον, ἑστῶτος
ἐνώπιον τοῦ Οὐβὰλ καὶ ἔδραμε πρὸς αὐτὸν
ἐν ὁρμῇ τῆς ἰσχύος αὐτοῦ.
Δαν. 8,6 Αυτός ήλθε μέχρι του κριου, που είχε τα δέκα
κέρατα και τον οποίον κριον είχα ίδει προηγουμένως να ίσταται πλησίον του
ποταμού Ουβάλ. Ετρεξεν εναντίον αυτού με όλην την ορμήν της δυνάμεώς του.
Δαν.
8,7 καὶ εἶδον αὐτὸν
φθάνοντα ἕως τοῦ κριοῦ, καὶ ἐξηγριάνθη πρὸς
αὐτὸν καὶ ἔπαισε τὸν κριὸν καὶ
συνέτριψεν ἀμφότερα τὰ κέρατα αὐτοῦ, καὶ οὐκ
ἦν ἰσχὺς τῷ κριῷ τοῦ στῆναι ἐνώπιον
αὐτοῦ· καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὸν ἐπὶ
τὴν γῆν καὶ συνεπάτησεν αὐτόν, καὶ οὐκ ἦν
ὁ ἐξαιρούμενος τὸν κριὸν ἐκ χειρὸς αὐτοῦ.
Δαν. 8,7 Τον είδα να φθάνη μέχρι του κριου. Εξηγριώθη
μόλις τον αντίκρυσε, εκτύπησε τον κριόν, συνέτριψε και τα δύο αυτού κέρατα και
δεν υπήρχε πλέον δύναμις στον κριόν, να αντισταθή εναντίον αυτού. Ο τράγος τον
έρριψε κατά γης και τον κατεπάτησε και δεν υπήρχε κανείς, που να έχη την
δύναμιν, να τον γλυτώση από αυτόν.
Δαν.
8,8 καὶ ὁ τράγος τῶν
αἰγῶν ἐμεγαλύνθη ἕως σφόδρα, καὶ ἐν τῷ
ἰσχῦσαι αὐτὸν συνετρίβη τὸ κέρας αὐτοῦ
τὸ μέγα, καὶ ἀνέβη ἕτερα κέρατα τέσσαρα ὑποκάτω αὐτοῦ
εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τοῦ οὐρανοῦ.
Δαν. 8,8 Ο τράγος αυτός των αιγών έγινε μέγας και ένδοξος
πολύ. Αλλά καθώς έφθασεν εις την μεγάλην υτήν δύναμι και δόξαν, συνετρίβη το
ένα το μεγάλο κέρατον αυτού. Τοτε εφύτρωσαν τέσσαρα αλλά κέρατα αντί του ενός,
που είχε συντριβή, και είχαν κατεύθυνσιν προς τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος.
Δαν.
8,9 καὶ ἐκ τοῦ
ἑνὸς αὐτῶν ἐξῆλθε κέρας ἓν ἰσχυρὸν
καὶ ἐμεγαλύνθη περισσῶς πρὸς τὸν νότον καὶ
πρὸς τὴν ἀνατολὴν καὶ πρὸς τὴν
δύναμιν·
Δαν. 8,9 'Απο ένα δε εξ αυτών των κεράτων εβγήκε άλλο πολύ
ισχυρόν κέρας, το οποίον εμεγάλωσε υπερβολικά με κατεύθυνσιν προς νότον και
προς ανατολάς και προς την δύναμιν την μεγάλην.
Δαν.
8,10 καὶ ἐμεγαλύνθη ἕως
τῆς δυνάμεως τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ
τὴν γῆν ἀπὸ τῆς δυνάμεως τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ἀπὸ τῶν ἄστρων, καὶ συνεπάτησαν αὐτά,
Δαν. 8,10 Υψωθῇ έως εις τας δυνάμστου ουρανού. Ενα μέρος των δυνάμεων του
ουρανού και ένα μέρος των άστρων έπεσαν κάτω και κατεπατήθησαν από τους
ανθρώπους του.
Δαν.
8,11 καὶ ἕως οὗ
ὁ ἀρχιστράτηγος ῥύσεται τὴν αἰχμαλωσίαν, καὶ
δι᾿ αὐτὸν θυσία ἐταράχθη, καὶ ἐγενήθη καὶ
κατευοδώθη αὐτῷ, καὶ τὸ ἅγιον ἐρημωθήσεται·
Δαν. 8,11 Η καταπάτησις αυτή θα συνεχισθή, μεχρις ότου ο
αρχιστράτηγος του Θεού γλυτώση τους ανθρώπους του Θεού από την αιχμαλωσίαν. Εξ
αιτίας του ανθρώπου αυτού, που εικονίζεται με το μεγάλο κέρατο, διεταράχθησαν
αι προσφοραί τω θυσιών στο θυσιαστήριρν της Ιερουσαλήμ, υπεδουλώθη αυτή εις
εκείνον και όλα τα κατακτητικά έργα εκείνου κατευωδόθησαν, ο δε ναός του Θεού
ηρημώθη.
Δαν.
8,12 καὶ ἐδόθη ἐπὶ
τὴν θυσίαν ἁμαρτία, καὶ ἐῤῥίφη χαμαὶ ἡ
δικαιοσύνη, καὶ ἐποίησε καὶ εὐοδώθη.
Δαν. 8,12 Ο κακός αυτός άρχων έπραξε κατ' αυτόν τον τρόπον
και επέτυχεν ει τας ενεργείας του, διότι οι προσφέροντες κατά την εποχήν
εκείνην θυσίαν προς το Θεόν ημάρταναν και εποδοπατείτο εκ μέρους αυτών των
ιδίων κάθε δίκαιον Θεού
Δαν.
8,13 καὶ ἤκουσα ἑνὸς
ἁγίου λαλοῦντος, καὶ εἶπεν εἷς ἅγιος τῷ
φελμουνὶ τῷ λαλοῦντι· ἕως πότε ἡ ὅρασις
στήσεται, ἡ θυσία ἡ ἀρθεῖσα καὶ ἡ ἁμαρτία
ἐρημώσεως ἡ δοθεῖσα, καὶ τὸ ἅγιον καὶ
ἡ δύναμις συμπατηθήσεται;
Δαν. 8,13 Ηκουσα τότε ένα άγιον να ομιλή. Ενας δε άγιος
είπεν εις εκείνον, ο οποίος ωμιλούσε· “μέχρι πότε θα σταματήσου τα
συμβολιζόμενα δια της οράσεως αυτής; Εως πότε θα εκταθή η κατάπαυσις της θυσίας
και η εξ αιτίας της τιμωρίας ερήμωσις της περιοχής; Εως πότε ο άγιος ναός και
το θυσιαστήριόν του, όπως επίσης και η δύναμις του ισραηλιτικού λαού, θα
καταπατώνται όλα από τους εχθρούς;”
Δαν.
8,14 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
ἕως ἐσπέρας καὶ πρωΐ ἡμέραι δισχίλιαι καὶ
τριακόσιαι, καὶ καθαρισθήσεται τὸ ἅγιον. -
Δαν. 8,14 Και εκείνος απήντησε· “έως ότου περάσουν διαδοχικώς
δύο χιλιάδες τριακόσια ημερονύκτια. Τοτε θα καθαρισθή ο ναός του Θεού από την
βεβήλωσιν”.
Δαν.
8,15 Καὶ ἐγένετο ἐν
τῷ ἰδεῖν με, ἐγὼ Δανιήλ, τὴν ὅρασιν
καὶ ἐζήτουν σύνεσιν, καὶ ἰδοὺ ἔστη ἐνώπιον
ἐμοῦ ὡς ὅρασις ἀνδρός.
Δαν. 8,15 Εγώ, ο Δανιήλ, όταν είδα το όραμα, εσκεπτόμην και
προσπαθούσα να κατανοήσω την σημασίαν αυτού και ιδού, εστάθη πλησίον μου
κάποιος, ο οποίος είχε την εμφάνισιν ανδρός.
Δαν.
8,16 καὶ ἤκουσα φωνὴν
ἀνδρὸς ἀναμέσον τοῦ Οὐβάλ, καὶ ἐκάλεσε
καὶ εἶπε· Γαβριήλ, συνέτισον ἐκεῖνον τὴν ὅρασιν.
Δαν. 8,16 Και ήκουσα την φωνήν ενός ανδρός, ο οποίος εστέκετο
εν μέσω του ποταμού Ουβάλ, η οποία φωνή εφώναξε και είπε· “Γαβριήλ, εξηγησε εις
αυτόν το όραμα εκείνο”.
Δαν.
8,17 καὶ ἦλθε καὶ
ἔστη ἐχόμενος τῆς στάσεώς μου, καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν
αὐτὸν ἐθαμβήθην, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν
μου, καὶ εἶπε πρός με· σύνες, υἱὲ ἀνθρώπου·
ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις.
Δαν. 8,17 Αυτός ήλθε και εστάθη πολύ κοντά μου. Οταν δέ με
επλησίασεν, εγώ κατελήφθην από δέος και θαυμασμόν και έπεσα αμέσως πρηνής με το
πρόσωπόν μου κάτω εις την γην. Εκείνος δέ μου ειπέ· “Υιέ ανθρώπου, κατανόησε
τούτο· ότι η όρασις αποκαλύπτει το τέλος του καιρού, του καιρού της βασιλείας
των θηρίων”,
Δαν.
8,18 καὶ ἐν τῷ
λαλεῖν αὐτὸν μετ᾿ ἐμοῦ πίπτω ἐπὶ
πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἥψατό μου καὶ
ἔστησέ με ἐπὶ πόδας
Δαν. 8,18 Οταν εκείνος μου ωμιλούσε, εγώ είχα πέσει πρηνής με
το πρόσωπον στο έδαφος, με ήγγισε, με εσήκωσε εις τα ποδια μου
Δαν.
8,19 καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ ἐγὼ γνωρίζω σοι τὰ ἐσόμενα ἐπ᾿
ἐσχάτων τῆς ὀργῆς· ἔτι γὰρ εἰς
καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις.
Δαν. 8,19 και μου είπε· “ιδού, εγώ θα καταστήσω εις σε γνωστά
αυτά, τα οποία θα συμβούν, όταν θα λάβη τέλος η τιμωρός θεία οργή. Τα
σημαινόμενα δια του οράματος συμβολίζουν το πέρας της κυριαρχίας των θηρίων.
Δαν.
8,20 ὁ κριός, ὃν εἶδες,
ὁ ἔχων τὰ κέρατα βασιλεὺς Μήδων καὶ Περσῶν.
Δαν. 8,20 Ο κριός, τον οποίον είδες είναι ο βασιλεύς των
Μηδων και των Περσών.
Δαν.
8,21 ὁ τράγος τῶν αἰγῶν
βασιλεὺς Ἑλλήνων· καὶ τὸ κέρας τὸ μέγα, ὃ
ἦν ἀναμέσον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, αὐτός
ἐστιν ὁ βασιλεὺς ὁ πρῶτος.
Δαν. 8,21 Ο τράγος των αιγών είναι ο βασιλεύς των Ελλήνων. Το
μεγάλο κέρας, το οποίον ήτο ανάμεσα στους οφθαλμούς του, αυτός είναι ο πρώτος
και μέγας βασιλεύς των Ελλήνων.
Δαν.
8,22 καὶ τοῦ
συντριβέντος, οὗ ἔστησαν τέσσαρα κέρατα ὑποκάτω, τέσσαρες
βασιλεῖς ἐκ τοῦ ἔθνους αὐτοῦ ἀναστήσονται
καὶ οὐκ ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ.
Δαν. 8,22 Η συντριβή του μεγάλου αυτού κέρατος και τα τέσσαρα
αλλά, τα οποία αντ' αυτού εφύτρωσαν, υποδηλώνουν τέσσαρας βασιλείς από το έθνος
αυτό, οι οποίοι θα εγερθούν, χωρίς όμως να έχουν και την δύναμιν του πρώτου.
Δαν.
8,23 καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων
τῆς βασιλείας αὐτῶν, πληρουμένων τῶν ἁμαρτιῶν
αὐτῶν, ἀναστήσεται βασιλεὺς ἀναιδὴς προσώπῳ
καὶ συνίων προβλήματα.
Δαν. 8,23 Κατά το τέλος της βασιλείας αυτών, όταν πλέον θα
έχουν φθάσει εις την πληρότητά των αι αμαρτίαι των αποστατών Ιουδαίων, θα
εμφανισθή ένας αδιάντροπος βασιλεύς, πανούργος και πολυμήχανος.
Δαν.
8,24 καὶ κραταιὰ ἡ
ἰσχὺς αὐτοῦ καὶ θαυμαστὰ διαφθερεῖ καὶ
κατευθυνεῖ καὶ ποιήσει καὶ διαφθερεῖ ἰσχυροὺς
καὶ λαὸν ἅγιον.
Δαν. 8,24 Θα έχη μεγάλην δύναμιν, θα επιφέρη αδιηγήτου
καταοτροφάς. Θα φέρη εις πέρας τας ενεργείας του. Θα πράττη ο,τι θέλει και θα
καταστρέψη ισχυρούς λαούς και αυτόν ακόμη τον άγιον λαόν του Θεού.
Δαν.
8,25 καὶ ὁ ζυγὸς
τοῦ κλοιοῦ αὐτοῦ κατευθυνεῖ· δόλος ἐν
τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ
μεγαλυνθήσεται καὶ δόλῳ διαφθερεῖ πολλοὺς καὶ ἐπὶ
ἀπωλείας πολλῶν στήσεται καὶ ὡς ὠὰ χειρὶ
συντρίψει.
Δαν. 8,25 Ο ζυγός της τυρανικής υποταγής θα, επεκταθή
επιτυχώς εις λαούς. Θα ενεργή μετά δολιότητος, θα αλαζονευθή κατά τη καρδίαν
αυτού και δια της πανουργία και των μηχανορραφιών του θα καταστρέψη πολλούς.
Επάνω δε εις τα ερείπια πολλών θα σταθή αυτός υπερήφανος. Θα συντρίβη τους
άλλους, με όσην ευκολίαν σπάζει κανείς ένα αυγό.
Δαν.
8 ,26 καὶ ἡ ὅρασις
τῆς ἑσπέρας καὶ τῆς πρωΐας τῆς ῥηθείσης ἀληθής
ἐστι· καὶ σὺ σφράγισον τὴν ὅρασιν, ὅτι
εἰς ἡμέρας πολλάς.
Δαν. 8,26 Το όραμα των δυο χιλιάδων τριακοσίων ημερονυκτίων
έχει και αυτό το νόημά του, είναι αληθές. Συ όμως τήρησε σιγήν, κράτησε
ανερμήνευτον την όρασιν αυτήν, διότι αναφέρεται εις ένα απτομακρυσμένον
χρονικόν διάστημα”.
Δαν.
8,27 καὶ ἐγὼ
Δανιὴλ ἐκοιμήθην καὶ ἐμαλακίσθην ἡμέρας καὶ
ἀνέστην καὶ ἐποίουν τὰ ἔργα τοῦ
βασιλέως· καὶ ἐθαύμαζον τὴν ὅρασιν, καὶ οὐκ
ἦν ὁ συνίων.
Δαν. 8,27 Επειτα από τας οράσεις αυτάς εγώ, ο Δανιήλ, έπεσα
εις τεταραγμένον ύπνον, ησθένησα επί μερικάς ημέρας έπειτα από τας οποίας
εσηκώθην και εξετέλουν, όπως συνήθως, τα έργα του βασιλέως. Ανελογιζόμην όμως
με θαυμασμόν αυτά, τα οποία είδα και ήκουσα, χωρίς και να ημπορώ να εισχωρήσω
στο πλήρες νόημά των.
ΔΑΝΙΗΛ
9
Δαν.
9,1 Ἐν τῷ πρώτῳ
ἔτει Δαρείου τοῦ υἱοῦ Ἀσουήρου ἀπὸ τοῦ
σπέρματος τῶν Μήδων, ὃς ἐβασίλευσεν ἐπὶ βασιλείαν
Χαλδαίων,
Δαν. 9,1 Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του Δαρείου,
Βασιλέως των Χαλδαίων, ο οποίος ήτο υιός του Ασουήρου, από το γένος των Μηδων,
Δαν.
9,2 ἐν ἔτει ἑνὶ
τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐγὼ Δανιὴλ συνῆκα
ἐν ταῖς βίβλοις τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐτῶν,
ὃς ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν τὸν
προφήτην εἰς συμπλήρωσιν ἐρημώσεως Ἱερουσαλήμ, ἑβδομήκοντα
ἔτη.
Δαν. 9,2 κατά το πρώτον, λοιπόν, έτος της βασιλείας του,
εγώ, ο Δανιήλ εμελέτησα με πολλήν προσοχήν τα ιερά βιβλία και ειδικώτερα το
σημείον εκείνο, το οποίον ανεφέρετο στον αριθμόν των ετών, που είχεν αποκαλυφθή
εις τυν προφήτην Ιερεμίαν δια λόγου Θεού, και σύμφωνα προς τον οποίον
προφητικόν λόγον, θα διαρκούσε η ερήμωση της Ιερουσαλήμ επί εδδομηκοντα έτη.
Δαν.
9,3 καὶ ἔδωκα τὸ
πρόσωπόν μου πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ ἐκζητῆσαι
προσευχὴν καὶ δεήσεις ἐν νηστείαις καὶ σάκκῳ καὶ
σποδῷ·
Δαν. 9,3 Εστρεψα τότε εγώ το πρόσωπόν μου και την καρδίαν
μου προς Κυριον τον Θεόν, δια να του υποβαλω θερμήν προσευχήν και ικεσίας, με
νηστείας, φορών σάκκον και καθήμενος επάνω εις στάκτην.
Δαν.
9,4 καὶ προσευξάμην πρὸς
Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ ἐξωμολογησάμην καὶ εἶπα·
Κύριε ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ θαυμαστός, ὁ φυλάσσων τὴν
διαθήκην σου καὶ τὸ ἔλεός σου τοῖς ἀγαπῶσί
σε καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰς ἐντολάς σου,
Δαν. 9,4 Προσηυχήθην προς Κυριον τον Θεόν μου, αφήκα να
εκχυθή το περιεχόμενον της καρδίας μου και είπα προς αυτόν· “Κυριε, συ που
είσαι ο μέγας και θαυμαστός Θεός, ο οποίος τηρείς την διαθήκην σου και το έλεός
σου εις εκείνους, που σε αγαπούν και προσπαθούν να τηρούν τας εντολάς σου,
άκουσε την εξομολόγησίν μου.
Δαν.
9,5 ἡμάρτομεν, ἠδικήσαμεν,
ἠνομήσαμεν καὶ ἀπέστημεν καὶ ἐξεκλίναμεν ἀπὸ
τῶν ἐντολῶν σου καὶ ἀπὸ τῶν κριμάτων
σου.
Δαν. 9,5 Ημαρτήσαμεν πράγματι, διεπράξαμεν αδικίας,
παρέβημεν τον Νομον σου, απεμακρύνθημεν από σέ, εξεκλίναμεν από τας εντολάς σου
και από τα προστάγματά σου.
Δαν.
9,6 καὶ οὐκ εἰσηκούσαμεν
τῶν δούλων σου τῶν προφητῶν, οἳ ἐλάλουν ἐν
τῷ ὀνόματί σου πρὸς τοὺς βασιλεῖς ἡμῶν
καὶ ἄρχοντας ἡμῶν καὶ πατέρας ἡμῶν,
καὶ πρὸς πάντα τὸν λαὸν τῆς γῆς.
Δαν. 9,6 Δεν υπηκούσαμεν στους δούλους σου τους προφήτας,
οι οποίοι εξ ονόματός σου ωμιλούσαν προς τους βασιλείς και προς τους άρχοντας
ημών και τους προγόνους ημών και προς όλον τον ισραηλιτικόν λαόν της χώρας.
Δαν.
9,7 σοὶ Κύριε ἡ
δικαιοσύνη, καὶ ἡμῖν ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου
ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, ἀνδρὶ Ἰούδα καὶ
τοῖς ἐνοικοῦσιν ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ
παντὶ Ἰσραήλ, τοῖς ἐγγὺς καὶ τοῖς
μακρὰν ἐν πάσῃ τῇ γῇ, οὗ διέσπειρας αὐτοὺς
ἐκεῖ, ἐν ἀθεσίᾳ αὐτῶν, ᾗ ἠθέτησαν.
Δαν. 9,7 Εις σέ, Κυριε, υπάρχει η δικαιοσύνη και εις ημάς
η καταισχύνη εις τα πρόσωπά μας, όπως μαρτυρεί η περίοδος αυτή της δουλείας
μας· εις κάθε Ιουδαίον, εις αυτούς που κατοικούν την Ιερουσαλήμ, εις κάθε
Ισραηλίτην, εις όλους όσοι ευρίσκονται πλησίον η μακράν, εις όλα τα μέρη, όπου
συ, εν τη δικαιοσύνη σου, τους διεσκόρπισες, εξ αιτίας των παραβάσεων, τας
οποίας αυτοί διέπραξαν.
Δαν.
9,8 ἐν σοὶ Κύριέ ἐστιν
ἡμῶν ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡμῖν ἡ αἰσχύνη
τοῦ προσώπου καὶ τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ
τοῖς ἄρχουσιν ἡμῶν καὶ τοῖς πατράσιν ἡμῶν,
οἵτινες ἡμάρτομέν σοι.
Δαν. 9,8 Εις σέ, Κυριε, υπάρχει η δικαιοσύνη, της οποίας
και ημείς τιμωρούμενοι λαμβάνομεν πείραν. Εις ημάς δε υπάρχει η καταισχύνη του
προσώπου μας· στους βασιλείς μας, στους άρχοντας μας, στους προγόνους μας, εις
όλους μας, οι οποίοι ημαρτήσαμεν απέναντί σου.
Δαν.
9,9 Κυρίῳ τῷ Θεῷ
ἡμῶν οἱ οἰκτιρμοὶ καὶ οἱ ἱλασμοί,
ὅτι ἀπέστημεν
Δαν. 9,9 Αλλά εις σε τον Κυριον και Θεόν μας υπάρχει η
ευσπλαγχνία και το έλεος δι' ημάς, οι οποίοι επανεστατήσαμεν απέναντί σου.
Δαν.
9,10 καὶ οὐκ εἰσηκούσαμεν
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν πορεύεσθαι ἐν
τοῖς νόμοις αὐτοῦ, οἷς ἔδωκε κατὰ πρόσωπον ἡμῶν
ἐν χερσὶ τῶν δούλων αὐτοῦ τῶν προφητῶν.
Δαν. 9,10 Δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν του Κυρίου και Θεού
μας, να πορευθώμεν και να ζήσωμεν σύμφωνα με τους νόμους, τους οποίους αυτός
έδωκε δια μέσου των δούλων του, των προφητών.
Δαν.
9,11 καὶ πᾶς Ἰσραὴλ
παρέβησαν τὸν νόμον σου καὶ ἐξέκλιναν τοῦ μὴ ἀκοῦσαι
τῆς φωνῆς σου, καὶ ἐπῆλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς
ἡ κατάρα καὶ ὁ ὅρκος ὁ γεγραμμένος ἐν νόμῳ
Μωυσέως δούλου τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡμάρτομεν αὐτῷ.
Δαν. 9,11 Ολοι οι Ισραηλίται παρέβησαν τον Νομον σου,
παρεξέκλιναν, ώστε να μην υπακούσουν εις την ιδικήν σου φωνήν· και έτσι έπεσεν
επάνω μας η κατάρα, η ένορκος διακήρυξις σου του Θεού περί της τιμωρίας των
αμαρτωλών, που είναι γραμμένη στον νόμον του Μωϋσέως, του δούλου του Θεού,
διότι ημείς ημαρτήσαμεν απέναντι του Θεού.
Δαν.
9,12 καὶ ἔστησε τοὺς
λόγους αὐτοῦ, οὓς ἐλάλησεν ἐφ᾿ ἡμᾶς
καὶ ἐπὶ τοὺς κριτὰς ἡμῶν, οἳ ἔκρινον
ἡμᾶς, ἐπαγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς κακὰ
μεγάλα, οἷα οὐ γέγονεν ὑποκάτω παντὸς τοῦ οὐρανοῦ
κατὰ τὰ γενόμενα ἐν Ἱερουσαλήμ.
Δαν. 9,12 Εξεπλήρωσε τους λόγους, τους οποίους είχεν είπει
εναντίον ημών, εναντίον των δικαστών, οι οποίοι μας εδίκαζαν· ότι θα επιφέρη
εναντίον μας κακά μεγάλα, τέτοια τα οποία δεν είχαν γίνει άλλοτε κάτω από τον
ουρανόν, ωσάν αυτά τα οποία συνέβησαν εις βάρος της Ιερουσαλήμ.
Δαν.
9,13 καθὼς γέγραπται ἐν
τῷ νόμῳ Μωυσῆ, πάντα τὰ κακὰ ταῦτα ἦλθεν
ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ οὐκ ἐδεήθημεν τοῦ
προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀποστρέψαι ἀπὸ
τῶν ἀδικιῶν ἡμῶν καὶ τοῦ συνιέναι ἐν
πάσῃ ἀληθείᾳ σου.
Δαν. 9,13 Οπως είναι γραμμένον στον νόμον του Μωϋσέως, όλα
αυτά τα κακά έπεσαν επάνω μας και ημείς δεν εσυνετίσθημεν, δεν μετενοήσαμεν,
δεν απεμακρύνθημεν από τας αδικίας μας, δεν προσεπαθήσαμεν να κατανοήσωμεν και
να ζήσωμεν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, και δεν ικετεύσαμεν με θερμάς
δεήσστον Κυριον,
Δαν.
9,14 καὶ ἐγρηγόρησε
Κύριος καὶ ἐπήγαγεν αὐτὰ ἐφ᾿ ἡμᾶς,
ὅτι δίκαιος Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐπὶ πᾶσαν
τὴν ποίησιν αὐτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ οὐκ
εἰσηκούσαμεν τῆς φωνῆς αὐτοῦ.
Δαν. 9,14 Και όμως ο Κυριος ηγρύπνησε δι' ημάς και επέφερε
τας παιδαγωγικάς αυτάς τιμωρίας εναντίον μας, διότι ο Κυριος ο Θεός μας είναι
δίκαιος εις όλα τα έργα, τα οποία πραγματοποιεί. Ημείς όμως και πάλιν δεν
υπηκούσαμεν εις την φωνήν του.
Δαν.
9,15 καὶ νῦν, Κύριε ὁ
Θεὸς ἡμῶν, ὃς ἐξήγαγες τὸν λαόν σου ἐκ
γῆς Αἰγύπτου ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐποίησας
σεαυτῷ ὄνομα ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, ἡμάρτομεν,
ἠνομήσαμεν.
Δαν. 9,15 Και τώρα, Κυριε ο Θεός μας, συ ο οποίος εβγαλες
ελεύθερον τον λαόν σου από την χώραν της Αιγύπτου με ακατανίκητοι δύναμιν και
κατέστησες ένδοξον και περίφημον το Ονομά σου μέχρι και της σημερινής ημέρας,
άκουσε την προσευχήν μας. Ομολογούμεν ότι ημαρτήσαμεν, ότι παρέβημεν τον Νομον
σου.
Δαν.
9,16 Κύριε, ἐν πάσῃ ἐλεημοσύνῃ
σου ἀποστραφήτω δὴ ὁ θυμός σου καὶ ἡ ὀργή
σου ἀπὸ τῆς πόλεώς σου Ἱερουσαλὴμ ὄρους ἁγίου
σου, ὅτι ἡμάρτομεν, καὶ ἐν ταῖς ἀδικίαις ἡμῶν
καὶ τῶν πατέρων ἡμῶν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ
λαός σου εἰς ὀνειδισμὸν ἐγένετο ἐν πᾶσι τοῖς
περικύκλῳ ἡμῶν.
Δαν. 9,16 Αλλά, Κυριε, συ ο οποίος έχεις πάσαν ελεημοσύνην
και άπειρον το έλεος, ας αποστροφή τώρα ο θυμός και η οργή σου από την πόλιν
σου την Ιερουσαλήμ, από το άγιόν σου όρος, όπου ο ναός και το θυσιαστήριων.
Διότι ημείς ημαρτήσαμεν και εξ αιτίας των ιδικών μας αδικιών και των αδικιών,
που είχαν διαπράξει οι πατέρες μας και ο ισραηλιτικός λαός, παρεδόθη η
Ιερουσαλήμ εις ονειδισμόν εις όλους τους κύκλω λαούς.
Δαν.
9,17 καὶ νῦν εἰσάκουσον,
Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς προσευχῆς τοῦ
δούλου σου καὶ τῶν δεήσεων αὐτοῦ καὶ ἐπίφανον
τὸ πρόσωπόν σου ἐπὶ τὸ ἁγίασμά σου τὸ ἔρημον
ἕνεκέν σου, Κύριε·
Δαν. 9,17 Και τώρα, Κυριε ο Θεός ημών, άκουσε την προσευχήν
του δούλου σου και τας θερμάς ικεσίας, που σου απευθύνει. Ας φανή ευμενές το
πρόσωπόν σου προς τον έρημον ναόν σου, ένεκέν σου, Κυριε.
Δαν.
9,18 κλῖνον ὁ Θεός
μου τὸ οὗς σου καὶ ἄκουσον· ἄνοιξον τοὺς
ὀφθαλμούς σου καὶ ἰδὲ τὸν ἀφανισμὸν ἡμῶν
καὶ τῆς πόλεώς σου, ἐφ᾿ ἧς ἐπικέκληται τὸ
ὄνομά σου ἐπ᾿ αὐτῆς, ὅτι οὐκ ἐπὶ
ταῖς δικαιοσύναις ἡμῶν ῥιπτοῦμεν τὸν οἰκτιρμὸν
ἡμῶν ἐνώπιόν σου, ἀλλ᾿ ἐπὶ τοὺς
οἰκτιρμούς σου τοὺς πολλούς, Κύριε.
Δαν. 9,18 Κλίνε, Κυριε, το αυτί σου και άκουσε την προσευχήν
μου. Ανοιξε, Κυριε, τους οφθαλμούς σου και ιδέ τον εξαφανισμόν και ημών και της
πόλεώς σου, εις την οποίαν πόλιν ηκούετο και εδοξάζετο το Ονομά σου. Δεν
προσπίπτομεν ενώπιόν σου και δεν σε παρακαλούμεν να μας λυπηθής χάρις εις τας
δικαιοσύνας μας, αλλά χάρις στους πολλούς οικτιρμούς σου, Κυριε.
Δαν.
9,19 εἰσάκουσον, Κύριε, ἱλάσθητι
Κύριε, πρόσχες Κύριε καὶ ποίησον· μὴ χρονίσῃς ἕνεκέν
σου, ὁ Θεός μου, ὅτι τὸ ὄνομά σου ἐπικέκληται ἐπὶ
τὴν πόλιν σου καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου. -
Δαν. 9,19 Ακουσε Κυριε, την προσευχήν μας. Δείξε στοργήν και
έλεος προς ημάς. Στρέψε την προσοχήν σου και κάμε ο,τι πρέπει δια την σωτηρίαν
μας. Εφ' όσον είσαι Θεός του ελέους, μη βραδύνης, Κυριε, διότι το Ονομά σου
ανεφέρετο και εδοξάζετο εις την πόλιν σου την Ιερουσαλήμ, όπως και στον λαόν
σου”.
Δαν.
9,20 Καὶ ἔτι ἐμοῦ
λαλοῦντος καὶ προσευχομένου καὶ ἐξαγορεύοντος τὰς
ἁμαρτίας μου καὶ τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ μου Ἰσραὴλ
καὶ ῥιπτοῦντος τὸν ἔλεόν μου ἐναντίον τοῦ
Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου περὶ τοῦ ὄρους τοῦ ἁγίου
Δαν. 9,20 Ενῷ εγώ συνέχιζα ακόμη να
ομιλώ προς τον Θεόν και προσηυχόμην προς αυτόν, εξαμολογούμενος τας αμαρτίας
μου και τας αμαρτίας του ισραηλιτικού μου λαού και επιρρίπτων τον εαυτόν μου
στο έλεος Κυρίου του Θεού μου δια την απελεύθερωσιν του αγίου του όρους,
Δαν.
9,21 καὶ ἔτι ἐμοῦ
λαλοῦντος ἐν τῇ προσευχῇ καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ
Γαβριήλ, ὃν εἶδον ἐν τῇ ὁράσει ἐν τῇ ἀρχῇ,
πετόμενος καὶ ἥψατό μου ὡσεὶ ὥραν θυσίας ἑσπερινῆς.
Δαν. 9,21 ενώ, λοιπόν, εγώ ακόμη δια της προσευχής ωμιλούσα
προς τον Κυριον, ιδού, ένας ανήρ, ο Γαβριήλ, τον οποίον είχον ίδει και στο
προηγούμενον όραμα, πετώντας ήλθε κοντά μου κατά την ώραν της εσπερινής θυσίας,
Δαν.
9,22 καὶ συνέτισέ με καὶ
ἐλάλησε μετ᾿ ἐμοῦ καὶ εἶπε· Δανιήλ, νῦν
ἐξῆλθον συμβιβάσαι σε σύνεσιν·
Δαν. 9,22 μου ωμίλησε και μου εδωσε να εννοήσω μερικά
πράγματα, που δεν τα είχα κατανοήσει προηγουμένως. “Δανιήλ, μου είπε, εγώ ήλθα
να σε κατατοπίσω και να σου δώσω να εννοήσης.
Δαν.
9,23 ἐν ἀρχῇ τῆς
δεήσεώς σου ἐξῆλθε λόγος, καὶ ἐγὼ ἦλθον τοῦ
ἀναγγεῖλαί σοι. ὅτι ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν εἶ
σύ· καὶ ἐννοήθητι ἐν τῷ ῥήματι καὶ
σύνες ἐν τῇ ὀπτασίᾳ.
Δαν. 9,23 Οταν ήρχισες να προσεύχεσαι, εβγήκεν από το στόμα
σου παράκλησις. Και ιδού, εγώ ήλθα να απαντήσω εις αυτά που εζητούσες. Διότι συ
είσαι ανήρ ευγενών και αγίων επιθυμιών. Πρόσεξε, λοιπόν, στους λόγους μου, δια
να εννοήσης με σύνεσιν αυτά, που είδες και ήκουσες στο όραμα.
Δαν.
9,24 ἑβδομήκοντα ἑβδομάδες
συνετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τὴν
πόλιν τὴν ἁγίαν σου τοῦ συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν καὶ
τοῦ σφραγίσαι ἁμαρτίας καὶ ἀπαλεῖψαι τὰς ἀνομίας
καὶ τοῦ ἐξιλάσασθαι ἀδικίας καὶ τοῦ ἀγαγεῖν
δικαιοσύνην αἰώνιον καὶ τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν καὶ
προφήτην καὶ τοῦ χρῖσαι ἅγιον ἁγίων.
Δαν. 9,24 Εις εβδομήκοντα εβδομάδας ετών περιωρίσθησαν αι
συμφοραί και αι θλίψστου λαού σου και της αγίας σου πόλεως της Ιερουσαλήμ, δια
να τεθή τέρμα εις τας αμαρτίας σας, δια να τεθή σφραγίς τέρματος εις την
αμαρτίαν, δια να εξαλειφθούν όλαι αι παρανομίαι των ανθρώπων, δια να εξιλεωθούν
ενώπιον του Θεού αι αδικίαι και να αποκατασταθή αιωνία δικαιοσύνη, και δια να
τεθή τέρμα και σφραγίς πλέον εις κάθε χριστολογικήν προφητείαν, εις κάθε
χριστολογικόν προφήτην, διότι τότε θα χρισθή προφήτης ο αγιώτατος από όλους
τους προφήτας.
Δαν.
9,25 καὶ γνώσῃ καὶ
συνήσεις· ἀπὸ ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι
καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλὴμ ἕως
χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ἑπτὰ καὶ ἑβδομάδες
ἑξηκονταδύο· καὶ ἐπιστρέψει καὶ οἰκοδομηθήσεται
πλατεῖα καὶ τεῖχος, καὶ ἐκκενωθήσονται οἱ
καιροί.
Δαν. 9,25 Μαθε και κατανόησε καλά, ότι από την ημέραν, που θα
εκδοθή διάταγμα δια την ανοικοδόμησιν της Ιερουσαλήμ, μέχρι της ημέρας που θα
εμφανισθή ο αρχών, ο οποίος θα έχη χρισθή από εμέ, θα περάσουν επτά εδοομάδες
ετών και άλλαι εξήκοντα δύο εβδομάδες ετών. Μετά τας πρώτας επτά εβδομάδας θα
επιστρέψουν οι Ιουδαίοι αιχμάλωτοι και θα ανοικοδομηθη η πλατεία και το τείχος
της πόλεως και θα πραγματοποιηθούν έτσι οι πρώτοι καιροί.
Δαν.
9,26 καὶ μετὰ τὰς
ἑβδομάδας τὰς ἑξηκονταδύο ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα,
καὶ κρίμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ· καὶ
τὴν πόλιν καὶ τὸ ἅγιον διαφθερεῖ σὺν τῷ
ἡγουμένῳ τῷ ἐρχομένῳ καὶ ἐκκοπήσονται
ἐν κατακλυσμῷ, καὶ ἕως τέλους πολέμου συντετμημένου
τάξει ἀφανισμοῖς.
Δαν. 9,26 Μετά δε την παρέλευσιν των εξήντα δύο εβδομάδων
ετών, θα θανατωθή ο χριστός. Κυρίου, ο Σωτήρ, χωρίς να υπάρχη καμμία απολύτως
αμαρτία και αιτία θανάτου δι' αυτόν. Η πόλις της Ιερουσαλήμ και ο άγιος ναός θα
καταστραφούν μαζή με τους ηγουμένους, τους άρχοντας της εποχής εκείνης. Οι
κάτοικοι θα κατακλυσθούν από συμφοράς και ένας ξένος λαός θα αναλάβη πάλεμον
κατά του Ισραήλ, μέχρι δε τέλους του πολέμου θα επιφέρη φοβεράς καταστροφάς και
τρομερούς αφανισμούς.
Δαν.
9,27 καὶ δυναμώσει
διαθήκην πολλοῖς, ἑβδομὰς μία· καὶ ἐν τῷ
ἡμίσει τῆς ἑβδομάδος ἀρθήσεταί μου θυσία καὶ
σπονδή, καὶ ἐπὶ τὸ ἱερὸν βδέλυγμα τῶν
ἐρημώσεων, καὶ ἕως τῆς συντελείας καιροῦ
συντέλεια δοθήσεται ἐπὶ τὴν ἐρήμωσιν.
Δαν. 9,27 Κατά μίαν εβδομάδα ετών ο Χριστός θα συνάψη και θα
καταστήση ισχυράν και έγκυρον μίαν νέον διαθήκην. Κατά δε το μέσον της
εβδομάδος αυτής, που θα προσφερθή η μεγάλη θυσία του λυτρωτού Χριστού, θα τεθή
οριστικόν πλέον τέρμα εις τας παλαιάς θυσίας και σπονδάς. Εις δε τον ναόν μου
και τον λαόν του Ισραήλ, θα εισέλθουν βδελυραί δυνάμεις καταστροφής και
ερημώσεως. Τέρμα δε εις την καταστροφήν θα τεθή όταν συμπληρωθή ο ωρισμένος
χρόνος.
ΔΑΝΙΗΛ
10
Δαν.
10,1 Ἐν ἔτει τρίτῳ
Κύρου βασιλέως Περσῶν λόγος ἀπεκαλύφθη τῷ Δανιήλ, οὗ τὸ
ὄνομα ἐπεκλήθη Βαλτάσαρ, καὶ ἀληθινὸς ὁ
λόγος, καὶ δύναμις μεγάλη καὶ σύνεσις ἐδόθη αὐτῷ ἐν
τῇ ὀπτασίᾳ.
Δαν. 10,1 Κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του Κυρου,
βασιλέως των Περσών, απεκαλύφθη στον Δανιήλ, ο οποίος επωνομάζετο και Βαλτάσαρ,
προφητικός λόγος. Αυτός ο προφητικός λόγος ήτο αληθινός, θείος, μεγάλη δε η
δύναμίς του. Εις τον Δανιήλ εδόθη σύνεσις, ώστε να κατανόηση το προφητικόν
εκείνο όραμα.
Δαν.
10,2 ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις ἐγὼ Δανιὴλ ἤμην πενθῶν τρεῖς
ἑβδομάδας ἡμερῶν·
Δαν. 10,2 Κατά τας ημέρας εκείνας εγώ ο Δανιήλ επενθούσα επί
τρεις ολοκλήρους εβδομάδας.
Δαν.
10,3 ἄρτον ἐπιθυμιῶν
οὐκ ἔφαγον, καὶ κρέας καὶ οἶνος οὐκ εἰσῆλθεν
εἰς τὸ στόμα μου, καὶ ἄλειμμα οὐκ ἠλειψάμην
ἕως πληρώσεως τριῶν ἑβδομάδων ἡμερῶν.
Δαν. 10,3 Κανένα γευστικόν και ευχάριστον φαγητόν δεν έφαγα.
Κρέας και οίνος δεν εισήλθον στο στόμα μου, με μύρα δεν ηλείφθην, μέχρις ότου
συνεπληρώθησαν αι ημέραι των τριών εβδομάδων.
Δαν.
10,4 ἐν ἡμέρᾳ
εἰκοστῇ τετάρτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου, καὶ
ἐγὼ ἤμην ἐχόμενα τοῦ ποταμοῦ τοῦ
μεγάλου, αὐτός ἐστι Τίγρις, Ἐδδεκέλ,
Δαν. 10,4 Κατά την εικοστήν τετάρτην του πρώτου μηνός εγώ
ευρισκόμην πλησίον του μεγάλου ποταμού, του οποίου το όνομα είναι Τιγρις,
εβραϊστί δε Εδδεκέλ.
Δαν.
10,5 καὶ ᾖρα τοὺς
ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ
εἷς ἐνδεδυμένος βαδδίν, καὶ ἡ ὀσφὺς αὐτοῦ
περιεζωσμένη ἐν χρυσίῳ Ὠφάζ,
Δαν. 10,5 Εσήκωσα τα μάτια μου και ιδού, είδον ένα άνδρα, ο
οποίος εφορούσε λίνον ένδυμα και είχε ζωσμένην την μέσην αυτού με ζώνην
κοσμημένην με χρυσίον Ωφάζ.
Δαν.
10,6 καὶ τὸ σῶμα
αὐτοῦ ὡσεὶ θαρσίς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
ὡσεὶ ὅρασις ἀστραπῆς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ
αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρός, καὶ οἱ βραχίονες
αὐτοῦ καὶ τὰ σκέλη ὡς ὅρασις χαλκοῦ
στίλβοντος καὶ ἡ φωνὴ τῶν λόγων αὐτοῦ ὡς
φωνὴ ὄχλου.
Δαν. 10,6 Το σώμα του εφαίνετο ωσάν τον πολύτιμον λίθον
θαρσίς, το δε πρόσωπόν του είχε την λάμψιν της αστραπής. Τα μάτια του έλαμπαν
ωσάν λαμπάδες πυρός, οι βραχίονες του και τα σκέλη του ωσάν στίλβων χαλκός και
ο ήχος των λόγων του ήτο ωσάν τον ήχον πολυαρίθμων ανθρώπων.
Δαν.
10,7 καὶ εἶδον ἐγὼ
Δανιὴλ μόνος τὴν ὀπτασίαν, καὶ οἱ ἄνδρες οἱ
μετ᾿ ἐμοῦ οὐκ εἶδον τὴν ὀπτασίαν, ἀλλ᾿
ἢ ἔκστασις μεγάλη ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ
ἔφυγον ἐν φόβῳ.
Δαν. 10,7 Εγώ μόνος ο Δανιήλ είδα αυτήν την οπτασίαν. Οι
άνδρες, που ήσαν μαζή μου, δεν είδαν το όραμα, αλλά κατέλαβεν αυτούς μεγάλο
δέος και έφυγαν τρομαγμένοι.
Δαν.
10,8 καὶ ἐγὼ ὑπελείφθην
μόνος, καὶ εἶδον τὴν ὀπτασίαν τὴν μεγάλην ταύτην,
καὶ οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ
ἡ δόξα μου μετεστράφη εἰς διαφθοράν, καὶ οὐκ ἐκράτησα
ἰσχύος.
Δαν. 10,8 Εγώ απέμεινα μόνος εκεί και είδα την μεγάλην αυτήν
οπτασίαν. Εξ αιτίας δε του μεγαλειώδους αυτού οράματος δεν μου έμεινε καμμία
δύναμις. ' Ηλλοιώθη και παρεμορφώθη το πρόσωπόν μου. Εχασα την σωματικήν
δύναμιν και δεν ηδυνάμην να σταθώ όρθιος.
Δαν.
10,9 καὶ ἤκουσα τὴν
φωνὴν τῶν λόγων αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ ἀκοῦσαί
με αὐτοῦ ἤμην κατανενυγμένος, καὶ τὸ πρόσωπόν μου
ἐπὶ τὴν γῆν.
Δαν. 10,9 Ηκουσα την φωνήν των λόγων του και όταν την ήκουσα,
εκυριεύθην από φόβον. Επεσα κάτω με το πρόσωπον στο έδαφος.
Δαν.
10,10 καὶ ἰδοὺ
χεὶρ ἁπτομένη μου καὶ ἤγειρέ με ἐπὶ τὰ
γόνατά μου.
Δαν. 10,10 Και ιδού, ένα χέρι με ήγγισε και με εσήκωσε εις τα
γόνατά μου
Δαν.
10,11 καὶ εἶπε πρός
με· Δανιὴλ ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν, σύνες ἐν τοῖς
λόγοις, οἷς ἐγὼ λαλῶ πρός σε, καὶ στῆθι ἐπὶ
τῇ στάσει σου, ὅτι νῦν ἀπεστάλην πρός σε. καὶ ἐν
τῷ λαλῆσαι αὐτὸν πρός με τὸν λόγον τοῦτον ἀνέστην
ἔντρομος.
Δαν. 10,11 και μου είπε· “Δανιήλ, άνθρωπε ευγενών και αγίων
επιθυμιών, άκου με προσοχήν και προσπάθησε να κατανόησης τα λόγια, τα οποία εγώ
θα σου είπω. Στάσου όρθιος, διότι εγώ έχω αποσταλή προς σε εκ μέρους του Θεού”.
Οταν μου είπεν αυτόν τον λόγον εσηκώθηκα όρθιος, αλλά και κατατρομαγμένος.
Δαν.
10,12 καὶ εἶπε πρός
με· μὴ φοβοῦ, Δανιήλ, ὅτι ἀπὸ τῆς
πρώτης ἡμέρας, ἧς ἔδωκας τὴν καρδίαν σου τοῦ συνεῖναι
καὶ κακωθῆναι ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἠκούσθησαν
οἱ λόγοι σου, καὶ ἐγὼ ἦλθον ἐν τοῖς
λόγοις σου.
Δαν. 10,12 Εκείνος δέ μου είπε· “μη φοβείσαι, Δανιήλ, διότι από
την πρώτην ημέραν, κατά την οποίαν συ παρέδωσες την καρδίαν σου να μάθης την
αλήθειαν, να σκληραγωγηθής και να ταλαιπωρηθής ενώπιον Κυρίου του Θεού σου,
ηκούσθησαν οι λόγοι σου από τον Θεόν και εγώ ήλθα να δώσω απόκρισιν στους
λόγους σου.
Δαν.
10,13 καὶ ὁ ἄρχων
βασιλείας Περσῶν εἱστήκει ἐξ ἐναντίας μου εἴκοσι
καὶ μίαν ἡμέραν, καὶ ἰδοὺ Μιχαὴλ εἷς
τῶν ἀρχόντων τῶν πρώτων ἦλθε βοηθῆσαί μοι, καὶ
αὐτὸν κατέλιπον ἐκεῖ μετὰ τοῦ ἄρχοντος
βασιλείας Περσῶν,
Δαν. 10,13 Ο άγγελος, ο άρχων, κατ' εντολήν του Θεού, του βασιλείου
των Περσών, είχε σταθή απέναντί μου και επί είκοσι και μίαν ημέραν με ημπόδιζε.
Και ιδού, ο Μιχαήλ ένας από τους πρώτους άρχοντας του ουρανού, ήλθε να με
βοηθήση. Αφήκα εγώ αυτόν εκεί να αντιμετωπίση τον άρχοντα του βασιλείου των
Περσών,
Δαν.
10,14 καὶ ἦλθον
συνετίσαι σε ὅσα ἀπαντήσεται τῷ λαῷ σου ἐπ᾿
ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, ὅτι ἔτι ἡ ὅρασις
εἰς ἡμέρας. -
Δαν. 10,14 και ήλθα να σε ενημερώσω, δια να μάθης τι θα συμβούν
στον λαόν σου κατά τας τελευταίας ημέρας. Διότι αυτό το όραμα αναφέρεται εις
τας ημέρας εκείνας”.
Δαν.
10,15 Καὶ ἐν τῷ
λαλῆσαι αὐτὸν μετ᾿ ἐμοῦ κατὰ τοὺς
λόγους τούτους ἔδωκα τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν
καὶ κατενύγην.
Δαν. 10,15 Οταν εκείνος μου είπεν αυτούς τους λόγους, εγύρισα
το πρόσωπόν μου προς την γην και εκυριεύθην από μεγάλην συγκίνησιν.
Δαν.
10,16 καὶ ἰδοὺ ὡς
ὁμοίωσις υἱοῦ ἀνθρώπου ἥψατο τῶν χειλέων
μου· καὶ ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ἐλάλησα καὶ
εἶπα πρὸς τὸν ἑστῶτα ἐναντίον μου·
Κύριε, ἐν τῇ ὀπτασίᾳ σου ἐστράφη τὰ ἐντός
μου ἐν ἐμοί, καὶ οὐκ ἔσχον ἰσχύν·
Δαν. 10,16 Και ιδού, κάποιος, που ομοίαζε με άνθρωπον, ήγγισε
τα χείλη μου, ήνοιξα το στόμα μου, ωμίλησα προς αυτόν που ίστατο απέναντί μου
και του είπα· “Κυριε, καθώς σε είδα, συνεταράχθη το εσωτερικόν μου και δεν μου
απέμεινε πλέον δύναμις.
Δαν.
10,17 καὶ πῶς
δυνήσεται ὁ παῖς σου, Κύριε, λαλῆσαι μετὰ τοῦ
Κυρίου μου τούτου; καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ νῦν
οὐ στήσεται ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ πνεῦμα
οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοί.
Δαν. 10,17 Και πως θα ημπορέσω εγώ ο δούλος σου, Κυριε, να
ομιλήσω με σε τον Κυριον μου; Διότι από την στιγμήν αυτήν δεν απέμεινε δύναμις
εντός μου. Και αυτή η αναπνοή μου έχει κοπή”.
Δαν.
10,18 καὶ προσέθετο καὶ
ἥψατό μου ὡς ὅρασις ἀνθρώπου καὶ ἐνίσχυσέ
με
Δαν. 10,18 Εκείνος που ωμοίαζε με άνθρωπον, με ήγγισε πάλιν, με
ενίσχυσε
Δαν.
10,19 καὶ εἶπέ
μοι· μὴ φοβοῦ ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν, εἰρήνη
σοι· ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. καὶ ἐν τῷ λαλῆσαι
αὐτὸν μετ᾿ ἐμοῦ ἴσχυσα καὶ εἶπα·
λαλείτω ὁ Κύριός μου, ὅτι ἐνίσχυσάς με.
Δαν. 10,19 και μου είπε· “μη φοβείσαι, άνθρωπε των ευγενών και
αγίων επιθυμιών. Η ειρήνη ας είναι μαζή σου. Παρε θάρρος και δύναμιν”. Καθώς δε
εκείνος ωμίλησεν έτσι προς εμέ, ησθάνθην ότι επήρα δύναμιν και είπα· “ας
ομιλήση ο Κυριος μου, διότι συ με ενεδυνάμωσες”.
Δαν.
10,20 καὶ εἶπεν·
εἰ οἶδας, ἱνατί ἦλθον πρός σε; καὶ νῦν ἐπιστρέψω
τοῦ πολεμῆσαι μετὰ τοῦ ἄρχοντος Περσῶν·
καὶ ἐγὼ ἐξεπορευόμην, καὶ ὁ ἄρχων τῶν
Ἑλλήνων ἤρχετο,
Δαν. 10,20 Εκείνος είπε· “γνωρίζεις, τάχα, διατί ήλθα προς σέ;
Τωρα εγώ θα επιστρέψω να πολεμήσω με τον άρχοντα άγγελον τον εξουσιάζοντα στους
Πέρσας. Οταν εγώ έφευγα, ήρχετο ο άγγελος άρχων των Ελλήνων.
Δαν.
10,21 ἀλλ᾿ ἢ ἀναγγελῶ
σοι τὸ ἐντεταγμένον ἐν γραφῇ ἀληθείας, καὶ
οὐκ ἔστιν εἷς ἀντεχόμενος μετ᾿ ἐμοῦ
περὶ τούτων, ἀλλ᾿ ἢ Μιχαὴλ ὁ ἄρχων ὑμῶν.
Δαν. 10,21 Ηλθα λοιπόν να σου αναγγείλω αυτό, που είναι
γραμμένον στο βιβλίον της αληθείας. Δεν υπάρχει κανείς άλλος να με βοηθήση εις
τας υποθέσεις αυτάς, ειμή μόνον ο άρχων του ιδικού σας έθνους, ο Αρχάγγελος
Μιχαήλ.
ΔΑΝΙΗΛ
11
Δαν.
11,1 Καὶ ἐγὼ ἐν
ἔτει πρώτῳ Κύρου ἔστην εἰς κράτος καὶ ἰσχύν.
Δαν. 11,1 Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του Βασιλέως
Κυρου απέκτησα εγώ ισχύν και δύναμιν.
Δαν.
11,2 καὶ νῦν ἀλήθειαν
ἀναγγελῶ σοι· ἰδοὺ ἔτι τρεῖς βασιλεῖς
ἀναστήσονται ἐν τῇ Περσίδι, καὶ ὁ τέταρτος
πλουτήσει πλοῦτον μέγαν παρὰ πάντας· καὶ μετὰ τὸ
κρατῆσαι αὐτὸν τοῦ πλούτου αὐτοῦ ἐπαναστήσεται
πάσαις βασιλείαις Ἑλλήνων.
Δαν. 11,2 Τωρα θα σου είπω την αλήθειαν δια τα μελλοντικά
γεγονότα. Ιδού, τρεις ακόμη βασιλείς θα εγερθούν εις την Περσίαν. Ο τέταρτος θα
αποκτήση μεγάλον πλούτον, περισσότερον από όλους τους άλλους. Οταν δε γίνη
κύριος του απέραντου αυτού πλούτου, θα στραφή και θα εκστρατεύση εναντίον όλων
των ελληνικών βασιλείων.
Δαν.
11,3 καὶ ἀναστήσεται
βασιλεὺς δυνατὸς καὶ κυριεύσει κυριείας πολλῆς καὶ
ποιήσει κατὰ τό θέλημα αὐτοῦ.
Δαν. 11,3 Επειτα θα εγερθή άλλος βασιλεύς ισχυρός, θα
επεκτείνη την κυριαρχίαν του εις πολλήν έκτασιν και θα κάμνη αυτό, που θέλει.
Δαν.
11,4 καὶ ὡς ἂν
στῇ, ἡ βασιλεία αὐτοῦ συντριβήσεται, καὶ
διαιρεθήσεται εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τοῦ οὐρανοῦ
καὶ οὐκ εἰς τὰ ἔσχατα αὐτοῦ, οὐδὲ
κατὰ τὴν κυριείαν αὐτοῦ, ἣν ἐκυρίευσεν·
ὅτι ἐκτιλήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ καὶ ἑτέροις
ἐκτὸς τούτων.
Δαν. 11,4 Οταν δε θα εδραιωθή πλέον η δύναμις του βασιλείου
του, θα καταστραφή και αυτός. Θα διαιρεθή το βασίλειόν του εις τα τέσσαρα
σημεία του ορίζοντος, χωρίς όμως και να περιέλθη στους απογόνους του. Δεν θα
κυβερνηθούν όμως τα τέσσαρα αυτά βασίλεια, όπως εκείνος τα είχε κυβερνήσει.
Διότι το βασίλειόν του εν τω συνόλω πλέον θα εκριζωθή και θα περιέλθη εις
άλλους εκτός αυτών.
Δαν.
11,5 καὶ ἐνισχύσει ὁ
βασιλεὺς τοῦ νότου· καὶ εἷς τῶν ἀρχόντων
αὐτοῦ ἐνισχύσει ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ
κυριεύσει κυριείαν πολλὴν ἐπ᾿ ἐξουσίας αὐτοῦ.
Δαν. 11,5 Ο βασιλεύς των νοτίων περιοχών θα αποκτήση δύναμιν
μεγάλην. Ενας όμως από τους στρατηγούς του θα αναδειχθή ισχυρότερος από αυτόν
και θα κυριάρχηση με πολλήν δύναμιν επί του βασιλείου αυτού.
Δαν.
11,6 καὶ μετὰ τὰ
ἔτη αὐτοῦ συμμειγήσονται, καὶ θυγάτηρ βασιλέως τοῦ
νότου εἰσελεύσεται πρὸς βασιλέα τοῦ βοῤῥᾶ
τοῦ ποιῆσαι συνθήκας μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ οὐ
κρατήσει ἰσχύος βραχίονος, καὶ οὐ στήσεται τὸ σπέρμα αὐτοῦ,
καὶ παραδοθήσεται αὐτὴ καὶ οἱ φέροντες αὐτὴν
καὶ ἡ νεᾶνις καὶ ὁ κατισχύων αὐτὴν ἐν
τοῖς καιροῖς.
Δαν. 11,6 Επειτα από ολίγα έτη θα έλθουν εις κοινωνίαν γάμου
τα δύο αυτά βασίλεια, διότι η θυγάτηρ του προς νότον βασιλέως θα υπανθρευθή τον
βασιλέα του βορρά. Ετσι δε θα συναφθή μεταξύ των δύο βασιλείων συνθήκη. Η
θυγάτηρ όμως αυτή δεν θα κρατήση την δύναμιν του βασιλείου και ούτε οι απόγονοι
του βασιλέως θα σταθούν εις την εξουσίαν. Η ιδία αυτή, οι ακόλουθοί της, η κόρη
της και αυτός, ο οποίος θα την υποστηρίζη, θα παραδοθούν κατά τον καιρόν
εκείνον εις καταστροφήν.
Δαν.
11,7 καὶ στήσεται ἐκ
τοῦ ἄνθους τῆς ῥίζης αὐτῆς τῆς ἑτοιμασίας
αὐτοῦ καὶ ἥξει πρὸς τὴν δύναμιν καὶ εἰσελεύσεται
εἰς τὰ ὑποστηρίγματα τοῦ βασιλέως τοῦ βοῤῥᾶ
καὶ ποιήσει ἐν αὐτοῖς καὶ κατισχύσει.
Δαν. 11,7 Ενας από τους βλαστούς της βασιλικής εκείνης ρίζης
θα σταθή με μεγάλην προετοιμασίαν και θα επέλθη με δύναμιν πολλήν, θα εισελθη
εις τα φρούρια του βασιλέως του βορρά, θα πολεμήση εναντίον αυτού και θα
νικήση.
Δαν.
11,8 καί γε τοὺς θεοὺς
αὐτῶν μετὰ τῶν χωνευτῶν αὐτῶν, πᾶν
σκεῦος ἐπιθυμητὸν αὐτῶν ἀργυρίου καὶ
χρυσίου, μετὰ αἰχμαλωσίας οἴσει εἰς Αἴγυπτον·
καὶ αὐτὸς στήσεται ὑπὲρ βασιλέα τοῦ βοῤῥᾶ.
Δαν. 11,8 Θα διαρπάση και θα φέρη εις την Αίγυπτον τους
θεούς εκείνων, τα χωνευτά αυτών αγάλματα, κάθε πολύτιμον αντικείμενον από
άργυρον και χρυσόν. Αυτός λοιπόν θα υπερισχύση εναντίον του βασιλέως του βορρά.
Δαν.
11,9 καὶ εἰσελεύσεται
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ βασιλέως τοῦ νότου, καὶ ἀναστρέψει
εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ.
Δαν. 11,9 Επειτα ο βασιλεύς του βορρά θα επέλθη εναντίον του
νοτίου βασιλείου, εναντίον της Αιγύπτου. Δεν θα ημπορέση όμως να παραμείνη εκεί
και θα επανέλθη εις την χώραν του.
Δαν.
11,10 καὶ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ συνάξουσιν ὄχλον δυνάμεων πολλῶν, καὶ ἐλεύσεται
ἐρχόμενος καὶ κατακλύζων· καὶ παρελεύσεται καὶ
καθίεται καὶ συμπροσπλακήσεται ἕως τῆς ἰσχύος αὐτοῦ.
Δαν. 11,10 Οι υιοί όμως του βασιλέως του βορρά θα συγκεντρώσουν
μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν, η οποία και θα επέλθη εναντίον του νοτίου
βασιλείου και θα κατακλύση αυτό. Θα περιέρχεται νικηφόρως την περιοχήν, θα
επέρχεται με ορμήν και θα κτυπήση όλην την δύναμιν εκείνου.
Δαν.
11,11 καὶ ἀγριανθήσεται
βασιλεὺς τοῦ νότου καὶ ἐξελεύσεται καὶ πολεμήσει
μετὰ τοῦ βασιλέως τοῦ βοῤῥᾶ· καὶ
στήσει ὄχλον πολύν, καὶ παραδοθήσεται ὁ ὄχλος ἐν
χειρὶ αὐτοῦ·
Δαν. 11,11 Τοτε ο βασιλεύς των νοτίων περιοχών, ο βασιλεύς της
Αιγύπτου, θα εξαγριωθή και θα εξέλθη εις πόλεμον και θα πολεμήση εναντίον του
βασιλέως του βορρά. Θα παρατάξη στρατόν πολύν και ο πολύς στρατός του βασιλέως
του βορρά θα παραδοθή εις τας χείρας του βασιλέως της Αιγύπτου.
Δαν.
11,12 καὶ λήψεται τὸν ὄχλον,
καὶ ὑψωθήσεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ καταβαλεῖ
μυριάδας καὶ οὐ κατισχύσει.
Δαν. 11,12 Θα συλλάβη αιχμάλωτον τον στρατόν εκείνον· θα
υπερηφανευθή η καρδία του, θα συντρίψη μυριάδας, αλλά τελικώς δεν θα
υπερίσχυση.
Δαν.
11,13 καί ἐπιστρέψει ὁ
βασιλεὺς τοῦ βοῤῥᾶ καὶ ἄξει ὄχλον
πολὺν ὑπὲρ τὸν πρότερον καὶ εἰς τὸ
τέλος τῶν καιρῶν ἐνιαυτῶν ἐπελεύσεται εἰσόδια
ἐν δυνάμει μεγάλῃ καὶ ἐν ὑπάρξει πολλῇ.
Δαν. 11,13 Ο βασιλεύς των βορείων περιοχών θα επιστρέψη εις
την χώραν του, θα συγκεντρώση στρατόν πολύν, πολυαριθμότερον από τον πρώτον,
και έπειτα από ωριαμένα έτη θα επέλθη κατά της Αιγύπτου, θα εισελθη εις αυτήν
με μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν και με πάρα πολλά εφόδια.
Δαν.
11,14 καὶ ἐν τοῖς
καιροῖς ἐκείνοις πολλοὶ ἐπαναστήσονται ἐπὶ
βασιλέα τοῦ νότου· καὶ οἱ υἱοὶ τῶν
λοιμῶν τοῦ λαοῦ σου ἐπαρθήσονται τοῦ στῆσαι
ὅρασιν καὶ ἀσθενήσουσι.
Δαν. 11,14 Κατά τον καιρόν εκείνον και πολλοί άλλοι θα
επαναστατήσουν εναντίον του βασιλέως της Αιγύπτου. Φαύλοι δε άνθρωποι του λαού
σου θα αλαζονευθούν και θα επαναστατήσουν και αυτοί, αλλά θα καταστραφούν και
έτσι θα εκπληρωθή η προφητεία.
Δαν.
11,15 καὶ εἰσελεύσεται
βασιλεὺς τοῦ βοῤῥᾶ καὶ ἐκχεεῖ
πρόσχωμα καὶ συλλήψεται πόλεις ὀχυράς, καὶ οἱ βραχίονες
τοῦ βασιλέως τοῦ νότου οὐ στήσονται, καὶ ἀναστήσονται
οἱ ἐκλεκτοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔσται
ἰσχὺς τοῦ στῆναι.
Δαν. 11,15 Ο βασιλεύς του βορρά θα εισέλθη, θα υψώση προχώματα
και προμαχώνας γύρω από τας πόλεις. Θα καταλάβη πόλεις ισχυράς, ενώ αι
δυνάμστου βασιλέως του νότου δεν θα ημπορέσουν να αντισταθούν. Θα εγειρθούν
βέβαια οι εκλεκτοί του άνδρες κατά τον πόλεμον αυτόν, αλλά και αυτοί δεν θα
έχουν την ισχύν της αποτελεσματικής αντιστάσεως.
Δαν.
11,16 καὶ ποιήσει ὁ εἰσπορευόμενος
πρὸς αὐτὸν κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ
οὐκ ἔστιν ἑστὼς κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ·
καὶ στήσεται ἐν τῇ γῇ τοῦ Σαβεί, καὶ
συντελεσθήσεται ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ.
Δαν. 11,16 Ο βασιλεύς του βορρά θα εισέλθη εις την Αίγυπτον, θα
πράττη σύμφωνα με το θέλημά του και δεν θα υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος θα
ημπορέση να αντισταθή εναντίον του. Θα σταματήση εις την περιοχήν Σαβεί και δια
της δυνάμεώς του θα καταστρέψη, αυτήν.
Δαν.
11,17 καὶ τάξει τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ εἰσελθεῖν ἐν ἰσχύϊ πάσης τῆς
βασιλείας αὐτοῦ καὶ εὐθεῖα πάντα μετ᾿ αὐτοῦ
ποιήσει· καὶ θυγατέρα τῶν γυναικῶν δώσει αὐτῷ
τοῦ διαφθεῖραι αὐτήν, καὶ οὐ μὴ παραμείνῃ
καὶ οὐκ αὐτῷ ἔσται.
Δαν. 11,17 Θα αποφασίση να εισέλθη με όλην αυτού την βασιλικήν
δύναμιν στο βασίλειον της Αιγύπτου, θα συμβιβασθή όμως και θα κάμη ειρήνην με
την Αίγυπτον. Θα δώση την θυγατέρα του ως σύζυγον στον βασιλέα της Αιγύπτου,
ώστε δια μέσου αυτής να διαβρώση την Αίγυπτον. Εκείνη όμως δεν θα παραμείνη
πιστή στον πατέρα της και δεν θα ανήκη εις αυτόν και εις τα σχέδιά του.
Δαν.
11,18 καὶ ἐπιστρέψει τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ εἰς τὰς νήσους καὶ συλλήψεται πολλὰς
καὶ καταπαύσει ἄρχοντας ὀνειδισμοῦ αὐτῶν,
πλὴν ὀνειδισμὸς αὐτοῦ ἐπιστρέψει αὐτῷ.
Δαν. 11,18 Θα στρέψη τότε την προσοχήν και το βλέμμα του εις
τας νήσους, θα κυριεύση πολλάς από αυτάς, τους άρχοντας αυτών ηττημένους και
εξευτελισμένους, θα καθαιρέση. Εν τέλει όμως θα ηττηθή και αυτός και ο
ονειδισμός, στον οποίον έρριψε τους άλλους θα πέση επάνω του.
Δαν.
11,19 καὶ ἐπιστρέψει τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ εἰς τὴν ἰσχὺν τῆς γῆς
αὐτοῦ καί ἀσθενήσει καὶ πεσεῖται καὶ οὐχ
εὑρεθήσεται.
Δαν. 11,19 Επειτα θα στρέψη την προσοχήν του εις τας δυνάμεις
της χώρας του δια την ασφάλειαν το βασιλείου του. Θα εξασθενήση όμως, θα πέση,
θα καταστραφή και δεν θα ευρεθή ο τόπος του.
Δαν.
11,20 καὶ ἀναστήσεται ἐκ
τῆς ῥίζης αὐτοῦ φυτὸν τῆς βασιλείας ἐπὶ
τὴν ἑτοιμασίαν αὐτοῦ παραβιβάζων, πράσσων δόξαν
βασιλείας καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις
συντριβήσεται καὶ οὐκ ἐν ποσώποις οὐδὲ ἐν
πολέμῳ.
Δαν. 11,20 Θα εγερθή από την βασιλικήν αυτού ρίζαν ένας, δια να
γίνη άρχων και κύριος εις όσα εκείνος ητοίμασεν. Αυτός όμως θα εκτραπή
εκμεταλλευόμενος την δόξαν της βασιλείας του. Αλλά κατά τας ημέρας εκείνας θα
συντριβή οχι εις πόλεμον αλλά κατ' άλλον τρόπον (δια δολοφονίας με δηλητήριον).
Δαν.
11,21 στήσεται ἐπὶ τὴν
ἑτοιμασίαν αὐτοῦ· ἐξουδενώθη, καὶ οὐκ ἔδωκαν
ἐπ᾿ αὐτὸν δόξαν βασιλείας· καὶ ἥξει ἐν
εὐθηνίᾳ καὶ κατισχύσει βασιλείας ἐν ὀλισθήμασι.
Δαν. 11,21 Θα έλθη άλλος εις την θέσιν του. Αυτός όμως θα είναι
εξουδενωμένος και δεν θα αποδώσουν εις αυτόν βασιλικήν δόξαν Εν τούτοις θα έλθη
με πλούτον πολύν και δια δολίων τρόπων θα κυριαρχήση επί του βασιλείου του.
Δαν.
11,22 καὶ βραχίονες τοῦ
κατακλύζοντος κατακλυσθήσονται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ
συντριβήσονται, καὶ ἡγούμενος διαθήκης
Δαν. 11,22 Δυνάμεις στρατιωτικαί, που ως χείμαρρος γεμίζουν τον
τόπον, του βασιλέως της Αιγύπτου θα κατακλυσθούν από στρατεύματα του βασιλέως
του βορρά και θα συντριβούν. Θα συντριβή δε τότε ο Ιουδαίος αρχιερεύς της
περιόδου εκείνης.
Δαν.
11,23 καὶ ἀπὸ τῶν
συναναμείξεων πρὸς αὐτὸν ποιήσει δόλον καὶ ἀναβήσεται
καὶ ὑπερισχύσει αὐτοῦ ἐν ὀλίγῳ ἔθνει.
Δαν. 11,23 Ο δε από βορρά βασιλεύς έπειτα από τας συνθήκας και
τας ειρηνικάς επικοινωνίας με τον εχθρόν του, θα φερθή δολίως. Θα τον επισκεφθή
με μικράν δύναμιν και θα κατορθώση να υπερισχύση εναντίον αυτού.
Δαν.
11,24 καὶ ἐν εὐθηνίᾳ
καὶ ἐν πίοσι χώραις ἥξει καὶ ποιήσει ἃ οὐκ ἐποίησαν
οἱ πατέρες αὐτοῦ καὶ πατέρες τῶν πατέρων αὐτοῦ·
προνομὴν καὶ σκῦλα καὶ ὕπαρξιν αὐτοῖς
διασκορπιεῖ καὶ ἐπ᾿ Αἴγυπτον λογιεῖται
λογισμοὺς αὐτοῦ καὶ ἕως καιροῦ.
Δαν. 11,24 Θα εισελθη εις ευφόρους και πλουσίας χώρας και θα
κάμη πράγματα, τα οποία οι πατέρες του δεν έκαμαν, ούτε οι πατέρες των πατέρων
των. Υποκριτικώς φέρομενος θα διασκορπίση εις τας χώρας αυτά λάφυρα και πολύν
επισιτισμόν. Σχεδιάζει όμως πονηρά εναντίον της Αιγύπτου. Αυτά δε όλα μέχρις
ωρισμένου καιρού.
Δαν.
11,25 καὶ ἐξεγερθήσεται
ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ
ἐπὶ βασιλέα τοῦ νότου ἐν δυνάμει μεγάλῃ, καὶ
ὁ βασιλεὺς τοῦ νότου συνάψει πόλεμον ἐν δυνάμει μεγάλῃ
καὶ ἰσχυρᾷ σφόδρα· καὶ οὐ στήσονται, ὅτι
λογιοῦνται ἐπ᾿ αὐτὸν λογισμούς·
Δαν. 11,25 Θα εξεγείρη την καρδίαν του και τον στρατόν του προς
νότον εναντίον του βασιλέως της Αιγύπτου και θα επέλθη έναντίον αυτού με
μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν. Ο βασιλεύς του νότου, δηλαδή της Αιγύπτου, θα
συνάψη πόλεμον εναντίον αυτού με μεγάλην δύναμιν, ισχυράν πολύ. Δεν θα
ημπορέσουν όμως αυτός και τα στρατεύματά του να αντισταθούν παρ' όλα τα σχέδιά
των που εσκέφθησαν εναντίον αυτού.
Δαν.
11,26 καὶ φάγονται τὰ
δέοντα αὐτοῦ καὶ συντρίψουσιν αὐτόν, καὶ δυνάμεις
κατακλύσει, καὶ πεσοῦνται τραυματίαι πολλοί.
Δαν. 11,26 Θα καταφάγουν τας προμηθείας αυτού, θα τον
συντρίψουν, θα δι ασκορπίσουν τας στρατιωτιικάς του δυνάμεις και τότε θα πέσουν
πολλοί νεκροί.
Δαν.
11,27 καὶ ἀμφότεροι οἱ
βασιλεῖς, αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς πονηρίαν, καὶ
ἐπὶ τραπέζῃ μιᾷ ψευδῆ λαλήσουσι, καὶ οὐ
κατευθυνεῖ, ὅτι ἔτι πέρασις καιρῶν.
Δαν. 11,27 Οι δύο αυτοί βασιλείς, με δολίας και πονηράς τας
καρδίας αυτών, θα παρακαθήσουν εις μίαν υποκριτικήν τράπεζαν, με την πονηράν
διάθεσιν να εξαπατήση ο ενας τον άλλον. Κανείς όμως από αυτούς δεν θα ευοδωθή
εις τα σχέδιά του και τα έργα του, διότι και στους δύο εδόθη προθεσμία χρόνου.
Δαν.
11,28 καὶ ἐπιστρέψει εἰς
τὴν γῆν αὐτοῦ ἐν ὑπάρξει πολλῇ, καὶ
ἡ καρδία αὐτοῦ ἐπὶ διαθήκην ἁγίαν, καὶ
ποιήσει καὶ ἐπιστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ.
Δαν. 11,28 Θα επανέλθη τότε ο βασιλεύς του βορρά εις την χώραν
του με πολύν πλούτον. Η καρδία του όμως θα μελετά πονηρά σχέδια εναντίον του
λαού και της αγίας Διαθήκης. Θα πραγματοποιήση τα πονηρά του σχέδια και έπειτα
θα συνεχίση την πορείαν του δια την χώραν του.
Δαν.
11,29 εἰς τὸν καιρὸν
ἐπιστρέψει καὶ ἥξει ἐν τῷ νότῳ, καὶ οὐκ
ἔσται ὡς ἡ πρώτη καὶ ὡς ἡ ἐσχάτη.
Δαν. 11,29 Μετά πάροδον καιρού θα στραφή πάλιν προς νότον
εναντίον της Αιγύπτου. Δεν θα είναι όμως η εκστρατεία του αυτή επιτυχής, όπως η
πρώτη και η δευτέρα.
Δαν.
11,30 καὶ εἰσελεύσονται
ἐν αὐτῷ οἱ ἐκπορευόμενοι Κίτιοι, καὶ
ταπεινωθήσεται· καὶ ἐπιστρέψει καὶ θυμωθήσεται ἐπὶ
διαθήκην ἁγίαν· καὶ ποιήσει καὶ ἐπιστρέψει καὶ
συνήσει ἐπὶ τοὺς καταλιπόντας διαθήκην ἁγίαν.
Δαν. 11,30 Θα επέλθουν εναντίον αυτού Κυπριοι και Ρωμαίοι
στρατιώται, από τους οποίους και θα ταπεινωθή. Θα καταληφθή από θυμόν και θα
στραφή πάλιν εναντίον της αγίας Διαθήκης. Θα διαπράξη ανοσιουργήματα, θα
αναχωρήση επιστρέφων προς την πατρίδα του και θα σκέπτεται συνεχώς, πως να
προσεταιρισθή τους Ιουδαίους εκείνους, οι οποίοι παρέβησαν την αγίαν Διαθήκην.
Δαν.
11,31 καὶ σπέρματα ἐξ
αὐτοῦ ἀναστήσονται καὶ βεβηλώσουσι τὸ ἁγίασμα
τῆς δυναστείας καὶ μεταστήσουσι τὸν ἐνδελεχισμὸν
καὶ δώσουσι βδέλυγμα ἠφανισμένων.
Δαν. 11,31 Θα αφήση δε εκεί υπόλοιπα των στρατευμάτων του, τα
οποία θα βεβηλώσουν τον ιερόν ναόν, την ιεράν αυτήν και ηθικήν ακρόπολιν των Ιουδαίων,
θα θέσουν τέρμα εις τας καθημερινάς θυσίας και εις την έρημον από Ιουδαίους
πόλιν θα στήσουν βδελυρά είδωλα.
Δαν.
11,32 καὶ οἱ ἀνομοῦντες
διαθήκην ἐπάξουσιν ἐν ὀλισθήμασι, καὶ λαὸς
γινώσκοντες Θεὸν αὐτοῦ κατισχύσουσι καὶ ποιήσουσι.
Δαν. 11,32 Οι δε αποστάται Ιουδαίοι θα προτείνουν δολίαν
συμφωνίαν. Ο λαός όμως, ο οποίος γνωρίζει και πιστεύει στον Θεόν του, θα
υπερισχύση και θα πράξη ο,τι πρέπει.
Δαν.
11,33 καὶ οἱ συνετοὶ
τοῦ λαοῦ συνήσουσιν εἰς πολλά· καὶ ἀσθενήσουσιν
ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν φλογὶ καὶ ἐν
αἰχμαλωσίᾳ καὶ ἐν διαρπαγῇ ἡμερῶν.
Δαν. 11,33 Οι κατά Θεόν συνετοί εκ του λαού, οι ευλαβούμενοι
τον Κυριον, θα δοκιμάσουν πολλάς περιπετείας. Θα πέσουν δια πυρός και σιδήρου,
θα οδηγηθούν αιχμάλωτοι, θα διαρπαγούν τα υπάρχοντά των. Τούτο δε επί διάστημα
ωρισμένου καιρού.
Δαν.
11,34 καὶ ἐν τῷ ἀσθενῆσαι
αὐτοὺς βοηθηθήσονται βοήθειαν μικράν, καὶ προστεθήσονται πρὸς
αὐτοὺς πολλοὶ ἐν ὀλισθήμασι.
Δαν. 11,34 Οταν περιέλθουν εις αδυναμίαν, θα πάρουν κάποιαν
μιικράν βοήθειαν, αλλά και πολλοί θα προστεθούν με το μέρος των δολίως και
υποκριτικώς.
Δαν.
11,35 καὶ ἀπὸ τῶν
συνιέντων ἀσθενήσουσι τοῦ πυρῶσαι αὐτοὺς καὶ
τοῦ ἐκλέξασθαι καὶ τοῦ ἀποκαλυφθῆναι ἕως
καιροῦ πέρας, ὅτι ἔτι εἰς καιρόν.
Δαν. 11,35 Μερικοί και από αυτούς ακόμη τους συνετούς άρχοντας
θα κλονισθούν, δια να καθαρισθούν τρόπον τινά δια του πυρός, ώστε ο Κυριος να
εκλέξη τους πράγματι αξίους του. Θα αποκαλυφθούν δε εξ άλλου οι ανάξιοι. Και
ταύτα μέχρις ότου έλθη ο καιρός του τέλους. Διότι ο καιρός αυτός έχει ήδη
καθορισθή.
Δαν.
11,36 καὶ ποιήσει κατὰ
τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ὁ βασιλεὺς ὑψωθήσεται
καὶ μεγαλυνθήσεται ἐπὶ πάντα θεὸν καὶ λαλήσει ὑπέρογκα
καὶ κατευθυνεῖ, μέχρις οὗ συντελεσθῇ ἡ ὀργή,
εἰς γὰρ συντέλειαν γίνεται.
Δαν. 11,36 Ο ασεβής αυτός βασιλεύς θα πράττη πάντοτε σύμφωνα με
το αμαρτωλόν και εγωϊστικόν αυτού θέλημα. Θα υψωθή, θα αλαζονευθή εναντίον
παντός θεού, θα ομιλή αλαζονικώς. Θα ευοδώνωνται όμως αι επιχειρήσστου, μέχρις
ότου εκσπάση εναντίον του και ολοκληρωθή κατ' αυτού η θεία οργή. Διότι όλα αυτά
κατευθύνονται στο προκαθωρισμένον τέρμα.
Δαν.
11,37 καὶ ἐπὶ
πάντας θεοὺς τῶν πατέρων αὐτοῦ οὐ συνήσει καὶ
ἐπὶ ἐπιθυμίαν γυναικῶν καὶ ἐπὶ πᾶν
θεὸν οὐ συνήσει, ὅτι ἐπὶ πάντας
μεγαλυνθήσεται·
Δαν. 11,37 Προς κανένα από τους θεούς των προγόνων του δεν θα
δείξη σεβασμόν. Αδιάφορος θα μένη και προς τας γυναίκας. Κανένα θεόν δεν θα
σέβεται, διότι αυτός θα θελήση να υψώση τον εαυτόν του πάρα πάνω από όλους τους
θεούς και ανθρώπους.
Δαν.
11,38 καὶ θεὸν μαωζεὶν
ἐπὶ τόπου αὐτοῦ δοξάσει καὶ θεόν, ὃν οὐκ
ἔγνωσαν οἱ πατέρες αὐτοῦ, δοξάσει ἐν χρυσῷ
καὶ ἀργύρῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ ἐν
ἐπιθυμήμασι.
Δαν. 11,38 Θα σεβσασθή μόνον τον θεόν Μαωζείν, θεόν του
πολέμου, στον ναόν του. Θεόν, τον ποίον δεν εγνώρισαν οι πρόγονοί του. Αυτόν θα
τον τιμήση με χρυσόν και άργυρον και πολυτίμους λίθους με ζηλευτά πολύτιμα
δώρα.
Δαν.
11,39 καὶ ποιήσει τοῖς
ὀχυρώμασι τῶν καταφυγῶν μετὰ θεοῦ ἀλλοτρίου
καὶ πληθυνεῖ δόξαν καὶ ὑποτάξει αὐτοῖς
πολλοὺς καὶ γῆν διελεῖ ἐν δώροις.
Δαν. 11,39 Με την βοήθειαν, όπως νομίζει, του ξένου αυτού θεού
του πολέμου θα οικοδομήση οχυρώματα απόρθητα δια τας στρατιωτικάς φρουράς του.
Με τας κατακτήσστου θα αποκτήση πολλήν δόξαν, θα έχη πολλούς συνεργάτας, στους
οποίους θα παραχωρήση χώρας και θα διανείμη δώρα.
Δαν.
11,40 καὶ ἐν καιροῦ
πέρατι συγκερατισθήσεται μετὰ τοῦ βασιλέως τοῦ νότου, καὶ
συναχθήσεται ἐπ᾿ αὐτὸν βασιλεὺς τοῦ βοῤῥᾶ
ἐν ἅρμασι καὶ ἐν ἱππεῦσι καὶ ἐν
ναυσὶ πολλαῖς καὶ εἰσελεύσονται εἰς τὴν γῆν
καὶ συντρίψει καὶ παρελεύσεται.
Δαν. 11,40 Οταν όμως έλθη το πέρας των καθωρισμένων καιρών, θα
συγκρουσθή με τον βασιλέα του νότου, της Αιγύπτου. Ο βασιλεύς το βορρά θα
επέλθη εναντίον του βασιλέως του νότου, του Φαραώ της Αιγύπτου, με άρματα και
ιππείς, με πολύ ναυτικόν. Θα εισέλθη εις την χώραν του Φαραώ, εις την Αίγυπτον,
θα συντρίψη αυτήν και θα περάση δια μέσου αυτής.
Δαν.
11,41 καὶ εἰσελεύσεται
εἰς τὴν γῆν τοῦ σαβεί, καὶ πολλοὶ ἀσθενήσουσι·
καὶ οὗτοι διασωθήσονται ἐκ χειρὸς αὐτοῦ, Ἐδὼμ
καὶ Μωάβ, καὶ ἀρχὴ υἱῶν Ἀμμών.
Δαν. 11,41 Θα εισέλθη εις την χώραν Σαβεί, (την Παλαισινην), θα
πέσουν εν στόματι μαχαίρας πολλοί. Εκείναι αι χώραι αι οποίαι θα διασωθούν από
τα χέρια του, θα είναι η Ιδουμαία, η χώρα Μωάβ και η σπουδεοτέρα περιοχή της
χώρας των Αμμωνιτών.
Δαν.
11,42 καὶ ἐκτενεῖ
τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ
γῆ Αἰγύπτου οὐκ ἔσται εἰς σωτηρίαν.
Δαν. 11,42 Θα απλώση την κυριαρχίαν του και εις άλλας περιοχάς.
Η χώρα της Αγύπτου δεν θα γλυτώση από αυτόν.
Δαν.
11,43 καὶ κυριεύσει ἐν
τοῖς ἀποκρύφοις τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ ἀργύρου
καὶ ἐν πᾶσιν ἐπιθυμητοῖς Αἰγύπτου καὶ
Λιβύων καὶ Αἰθιόπων ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν αὐτῶν.
Δαν. 11,43 Θα γίνη κύριος κρυμμένων θησαυρών χρυσού και αργύρου
και παντός άλλου πολυτίμου αντικειμένου της Αιγύπτου, των Λιβύων και Αιθιόπων,
θησαυρών που είχαν αποκρυβή εις φρούρια.
Δαν.
11,44 καὶ ἀκοαὶ
καὶ σπουδαὶ ταράξουσιν αὐτὸν ἐξ ἀνατολῶν
καὶ ἀπὸ βοῤῥᾶ, καὶ ἥξει ἐν
θυμῷ πολλῷ τοῦ ἀφανίσαι καὶ τοῦ ἀναθεματίσαι
πολλοὺς
Δαν. 11,44 Δυσμενείς όμως επείγουσαι πληροφορίαι από τας
ανατολικάς και βορείους περιοχάς θα τον ταράξουν. Θα επέλθη εναντίον αυτών με
θυμόν πολύν, δια να εξαφανίση τους εχθρούς αυτούς, να τους παραδώση στο ανάθεμα
και τον όλεθρον.
Δαν.
11,45 καὶ πήξει τὴν
σκηνὴν αὐτοῦ ἐφαδανῶ ἀναμέσον τῶν
θαλασσῶν, εἰς ὄρος σαβεὶ ἅγιον· καὶ ἥξει
ἕως μέρους αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ῥυόμενος
αὐτόν.
Δαν. 11,45 Θα στήση το ανάκτορόν του αναμέσον των δύο θαλασσών,
της Μεσογείου και της Νεκράς Θαλάσσης, στο ένδοξον άγιον όρος. Τοτε όμως θα
φθάση το τέλος του και δεν θα ευρεθή κανείς να τον γλυτώση.
ΔΑΝΙΗΛ
12
Δαν.
12,1 Καὶ ἐν τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ ἀναστήσεται Μιχαὴλ ὁ ἄρχων
ὁ μέγας, ὁ ἑστηκὼς ἐπὶ τοὺς υἱοὺς
τοῦ λαοῦ σου· καὶ ἔσται καιρὸς θλίψεως, θλῖψις
οἵα οὐ γέγονεν ἀφ᾿ οὗ γεγένηται ἔθνος ἐν
τῇ γῇ ἕως τοῦ καιροῦ ἐκείνου· καὶ
ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ σωθήσεται ὁ λαός σου, πᾶς
ὁ γεγραμμένος ἐν τῇ βίβλῳ·
Δαν. 12,1 Κατά τον καιρόν εκείνον θα εγερθή ο αρχάγγελος
Μιχαήλ, ο οποίος στέκεται προστάτης των υιών του ιουδαϊκού λαού σου. Θα είναι
τότε περίοδος θλίψεως, μεγάλης θλίψεως, ομοία της οποίας δεν έγινεν από της
εποχής που υπήρξαν άνθρωποι και έθνη επί της γης, έως την εποχήν εκείνην. Κατά
την περίοδον όμως της μεγάλης αυτής θλίψεως θα σωθούν από τον λαόν σου αυτοί,
που είναι γραμμένοι στο βιβλίον της ζωής.
Δαν.
12,2 καὶ πολλοὶ τῶν
καθευδόντων ἐν γῆς χώματι ἐξεγερθήσονται, οὗτοι εἰς
ζωὴν αἰώνιον καὶ οὗτοι εἰς ὀνειδισμὸν
καὶ εἰς αἰσχύνην αἰώνιον.
Δαν. 12,2 Πολλοί από εκείνους, που έχουν κοιμηθή και
ευρίσκονται στον τάφον, θα αναστηθούν, άλλοι μεν εις ζωήν αιώνιον, άλλοι δε εις
καταισχύνην αιώνιον.
Δαν.
12,3 καὶ οἱ
συνιέντες ἐκλάμψουσιν ὡς ἡ λαμπρότης τοῦ στερεώματος καὶ
ἀπὸ τῶν δικαίων τῶν πολλῶν ὡς οἱ ἀστέρες
εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ ἔτι.
Δαν. 12,3 Οσοι εμελέτησαν, ενόησαν και ετήρησαν τον νόμον
του Κυρίου, θα λάμψουν με τέτοιαν λαμπρότητα, ωσάν την λαμπρότητα του ουρανού.
Και πολλοί από τους δικαίους θα λάμψουν, όπως οι αστέρες στους αιώνας των
αιώνων.
Δαν.
12,4 καὶ σύ, Δανιήλ, ἔμφραξον
τοὺς λόγους καὶ σφράγισον τὸ βιβλίον ἕως καιροῦ
συντελείας, ἕως διδαχθῶσι πολλοὶ καὶ πληθυνθῇ ἡ
γνῶσις. -
Δαν. 12,4 Και συ, Δανιήλ, κλείσε αυτούς τους λόγους, σφράγισε
το βιβλίον μέχρι του τέλους του καθωρισμένου καιρού. Τοτε ένας μεγάλος αριθμός
ανθρώπων θα διδαχθή και θα αυξηθή έτσι η γνώσις του θείου θελήματος”.
Δαν.
12,5 Καὶ εἶδον ἐγὼ
Δανιὴλ καὶ ἰδοὺ δύο ἕτεροι εἱστήκεισαν, εἷς
ἐντεῦθεν τοῦ χείλους τοῦ ποταμοῦ καὶ εἷς
ἐντεῦθεν τοῦ χείλους τοῦ ποταμοῦ.
Δαν. 12,5 Εγώ ο Δανιήλ είδον και ιδού δύο άλλοι άνδρες είχαν
σταθή όρθιοι, ο ένας εις την μίαν όχθην του ποταμού ο δε άλλος εις την άλλην
όχθην.
Δαν.
12,6 καὶ εἶπε τῷ
ἀνδρὶ τῷ ἐνδεδυμένῳ τὰ βαδδίν, ὃς ἦν
ἐπάνω τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ· ἕως πότε
τὸ πέρας ὧν εἴρηκας τῶν θαυμασίων;
Δαν. 12,6 Ενας από αυτούς είπεν στον άνδρα, ο οποίος εφορούσε
ένδυμα λίνον και ήτο επάνω από το νερό του ποταμού· “πότε θα έλθη το τέρμα των
θαυμασίων αυτών πραγμάτων, τα οποία είπες;”
Δαν.
12,7 καὶ ἤκουσα τοῦ
ἀνδρὸς τοῦ ἐνδεδυμένου τὰ βαδδίν, ὃς ἦν
ἐπάνω τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ, καὶ ὕψωσε
τὴν δεξιὰν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀριστερὰν
αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὤμοσεν
ἐν τῷ ζῶντι εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι
εἰς καιρὸν καιρῶν καὶ ἥμισυ καιροῦ· ἐν
τῷ συντελεσθῆναι διασκορπισμὸν γνώσονται πάντα ταῦτα.
Δαν. 12,7 Ηκουσα τον άνδρα τον ενδεδυμένον το πολύτιμον
λινούν ένδυμα, ο οποίος ήτο επάνω από το ύδωρ του ποταμού. Αυτός αφού ύψωσε την
δεξιάν του και την αριστεράν του χείρα στον ουρανόν και ωρκίσθη στον αιωνίως
ζώντα Κυριον, είπε· “κατά το έτος των ετών και κατά το ήμισυ ακόμη του έτους,
εις 3.5 έτη, όταν θα ολακληρωθή
και θα λάβη τέρμα ο διασκορπισμός του λαού του Θεού, τότε θα μάθουν και θα
εννοήσουν την αλήθειαν όλων αυτών των προφητειών”.
Δαν.
12,8 καὶ ἐγὼ ἤκουσα
καὶ οὐ συνῆκα καὶ εἶπα· Κύριε, τί τὰ ἔσχατα
τούτων;
Δαν. 12,8 Εγώ ήκουσα αυτά αλλά δεν τα ενόησα και ηρώτησα·
“Κυριε, πότε θα έλθη το τέλος αυτών των πραγμάτων;”
Δαν.
12,9 καὶ εἶπε·
δεῦρο Δανιήλ, ὅτι ἐμπεφραγμένοι καὶ ἐσφραγισμένοι
οἱ λόγοι, ἕως καιροῦ πέρας·
Δαν. 12,9 Και μου απήντησεν· “ελά, Δανιήλ, πάψε να ερωτάς. Οι
λόγοι αυτοί είναι κλεισμένοι και σφραγισμένοι, έως ότου έλθη το τέλος του
καθωρισμένου καιρού.
Δαν.
12,10 ἐκλεγῶσι καὶ
ἐκλευκανθῶσι καὶ πυρωθῶσι καὶ ἁγιασθῶσι
πολλοί, καὶ ἀνομήσωσιν ἄνομοι· καὶ οὐ
συνήσουσι πάντες ἄνομοι, καὶ οἱ νοήμονες συνήσουσι.
Δαν. 12,10 Οι δίκαιοι θα αναδειχθούν, θα λευκανθούν δια των
θλίψεων, θα καθαρισθούν ως δια πυρός, θα αγνισθούν πολλοί. Οι παράνομοι όμως θα
εκτραπούν εις περισσοτέρας και μεγαλυτέρας ανομίας. Ολοι οι ασεβείς δεν θα
εννοήσουν τίποτε, από όσα έχουν προφητευθή. Οι ευσεβείς όμως θα εννοήσουν καλώς
τα πάντα.
Δαν.
12,11 καὶ ἀπὸ
καιροῦ παραλλάξεως τοῦ ἐνδελεχισμοῦ καὶ τοῦ
δοθῆναι βδέλυγμα ἐρημώσεως ἡμέραι χίλιαι διακόσιαι ἐνενήκοντα.
Δαν. 12,11 Από της ημέρας, κατά την οποίαν θα καταργηθή η
καθημερινή θυσία του ναού και θα στηθή το ειδωλολατρικόν βδέλυγμα εις την ερημωμένην
πόλιν, θα περάσουν χίλιαι διακόσιαι ενενήκοντα ημέραι δοκιμασίας του λαού.
Δαν.
12,12 μακάριος ὁ ὑπομένων
καὶ φθάσας εἰς ἡμέρας χιλίας τριακοσίας τριάκοντα πέντε.
Δαν. 12,12 Ευτυχής θα είναι εκείνος, ο οποίος θα υπαμείνη και
θα φθάση στο τέλος των χιλίων τριακοσίων τριάκοντα πέντε ημερών.
Δαν.
12,13 καὶ σὺ δεῦρο
καὶ ἀναπαύου· ἔτι γὰρ ἡμέραι καὶ ὧραι
εἰς ἀναπλήρωσιν συντελείας, καὶ ἀναστήσῃ εἰς
τὸν κλῆρόν σου, εἰς συντέλειαν ἡμερῶν.
Δαν. 12,13 Συ δέ, Δανιήλ, πήγαινε και αναπαύσου. Υπολείπονται
ακόμη ημέραι και έτη εις σαμπλήρωσινν του χρόνου της συντελείας. Τοτε θα
αναστηθής και συ εις την ένδοξον κληρονομίαν σου κατά την συντέλειαν των
καιρών.
ΔΑΝΙΗΛ
13
ΒΗΛ
ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ
Δαν.
13,1 Καὶ ὁ βασιλεὺς
Ἀστυάγης προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ, καὶ
παρέλαβε Κῦρος ὁ Πέρσης τὴν βασιλείαν αὐτοῦ.
Δαν. 13,1 Ο βασιλεύς Αστυάγης απέθανε και προσετέθη στους
προγόνους αυτού, την δε βασιλείαν του παρέλαβε Κύρος ο Πέρσης.
Δαν.
13,2 καὶ ἦν Δανιὴλ
συμβιωτὴς τοῦ βασιλέως καὶ ἔνδοξος ὑπὲρ
πάντας τοὺς φίλους αὐτοῦ.
Δαν. 13,2 Ο Δανιήλ είχεν ανατραφή μαζή με τον βασιλέα και
ήτο ο ενδοξότερος από όλους τους άλλους φίλους του.
Δαν.
13,3 καὶ ἦν εἴδωλον
τοῖς Βαβυλωνίοις, ᾧ ὄνομα Βήλ, καὶ ἐδαπανῶντο
εἰς αὐτὸν ἑκάστης ἡμέρας σεμιδάλεως ἀρτάβαι
δώδεκα καὶ πρόβατα τεσσαράκοντα καὶ οἴνου μετρηταὶ ἕξ.
Δαν. 13,3 Είχον οι Βαβυλώνειοι ένα είδωλον, το οποίον
ωναμάζετο Βηλ. Διετίθεντο δε δι' αυτό κάθε ημέραν δώδεκα αρτάβαι σημιγδάλι,
τεσσαράκοντα πρόβατα και εξ μετρηταί οίνου.
Δαν.
13,4 καὶ ὁ βασιλεὺς
ἐσέβετο αὐτὸν καὶ ἐπορεύετο καθ᾿ ἑκάστην
ἡμέραν προσκυνεῖν αὐτῷ· Δανιὴλ δὲ
προσεκύνει τῷ Θεῷ αὐτοῦ. καὶ εἶπεν αὐτῷ
ὁ βασιλεύς· διατί οὐ προσκυνεῖς τῷ Βήλ;
Δαν. 13,4 Ο ίδιος δε ο βασιλεύς εσέβετο αυτό και επήγαινε
κάθε ημέραν και το επροσκυνούσε. Ο Δανιήλ όμως επροσκυνούσε τον ιδικόν του
Θεόν, τον αληθινόν. Ο βασιλεύς ηρώτησε τον Δανιήλ· “διατί δεν προσκυνείς τον
Βηλ;”
Δαν.
13,5 ὁ δὲ εἶπεν·
ὅτι οὐ σέβομαι εἴδωλα χειροποίητα, ἀλλὰ τὸν
ζῶντα Θεὸν τὸν κτίσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ
τὴν γῆν καὶ ἔχοντα πάσης σαρκὸς κυριείαν.
Δαν. 13,5 Εκείνος δε απήντησε· “διότι εγώ δεν αποδίδω
σεβασμόν και λατρείαν εις είδωλα, κατασκευασμένα από χέρια ανθρώπων, αλλά προς
τον αιωνίως ζώντα Θεόν, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην και είναι
κύριος επί πάσης ζωής”.
Δαν.
13,6 καὶ εἶπεν αὐτῷ
ὁ βασιλεύς· οὐ δοκεῖ σοι Βὴλ εἶναι ζῶν
θεός; ἢ οὐχ ὁρᾷς ὅσα ἐσθίει καὶ πίνει
καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν;
Δαν. 13,6 Είπε πάλιν προς αυτόν ο βασιλεύς· “συ δηλαδή δεν
πιστεύεις ότι ο Βηλ, είναι ζων θεός; Η δεν βλέπεις πόσα τρώγει και πίνει κάθε
ημέραν;”
Δαν.
13,7 καὶ εἶπε Δανιὴλ
γελάσας· μὴ πλανῶ, βασιλεῦ· οὗτος γὰρ ἔσωθεν
μέν ἐστι πηλὸς ἔξωθεν δὲ χαλκὸς καὶ οὐ
βέβρωκεν οὐδὲ πέπωκε πώποτε.
Δαν. 13,7 Ο Δανιήλ γελάσας απήντησε· “μη πλανάσαι, βασιλεύ,
διότι αυτός από μέσα μεν είναι λάσπη, απέξω δε χαλκός. Ούτε έφαγεν ούτε έπιε ποτέ
τίποτε”.
Δαν.
13,8 θυμωθεὶς δὲ ὁ
βασιλεὺς ἐκάλεσε τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ καὶ
εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ εἴπητέ μοι
τίς ὁ κατέσθων τὴν δαπάνην ταύτην,
Δαν. 13,8 Οργισθείς ο βασιλεύς εκάλεσε τους ιερείς του και
είπε προς αυτούς· “εάν δεν μου πήτε, ποιός είναι εκείνος ο οποίος κατατρώγει
όλα, όσα διατίθενται δια τον Βηλ,
Δαν.
13,9 ἀποθανεῖσθε. ἐὰν
δὲ δείξητε ὅτι Βὴλ κατεσθίει αὐτά, Δανιὴλ ἀποθανεῖται,
ὅτι ἐβλασφήμησεν εἰς τὸν Βήλ. καὶ εἶπε Δανιὴλ
τῷ βασιλεῖ· γινέσθω κατὰ τὸ ῥῆμά σου.
Δαν. 13,9 θα θανατωθήτε. Εάν όμως μου αποδείξετε, ότι ο Βηλ
τα τρώγει, τότε θα θανατωθή ο Δανιήλ, διότι εβλασφήμησεν εναντίον του Βηλ”.
Απήντησε δε ο Δανιήλ στον βασιλέα· “ας γίνη όπως είπες”.
Δαν.
13,10 καὶ ἦσαν ἱερεῖς
τοῦ Βὴλ ἑβδομήκοντα ἐκτὸς γυναικῶν καὶ
τέκνων. καὶ ἦλθεν ὁ βασιλεὺς μετὰ Δανιὴλ εἰς
τὸν οἶκον τοῦ Βήλ.
Δαν. 13,10 Οι ιερείς του Βηλ ήσαν εβδομήκοντα εκτός από τας
γυναίκας και τα παιδιά των. Ηλθεν ο βασιλεύς μαζή με τον Δανιήλ στον ναόν του
Βηλ.
Δαν.
13,11 καὶ εἶπαν οἱ
ἱερεῖς τοῦ Βήλ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀποτρέχομεν
ἔξω, σὺ δέ, βασιλεῦ, παράθες τὰ βρώματα καὶ τὸν
οἶνον κεράσας θὲς καὶ ἀπόκλεισον τὴν θύραν καὶ
σφράγισον τῷ δακτυλίῳ σου· καὶ ἐλθὼν πρωΐ, ἐὰν
μὴ εὕρῃς πάντα βεβρωμένα ὑπὸ τοῦ Βήλ, ἀποθανούμεθα
ἢ Δανιὴλ ὁ ψευδόμενος καθ᾿ ἡμῶν.
Δαν. 13,11 Είπαν δε οι ιερείς του Βηλ· “ημείς σπεύδομεν να
βγούμε έξω, συ δέ, βασιλεύ, διάταξε και αυτοπροσώπως να επιστατήσης, να
παραθέσουν τα φαγητά και να βάλουν εις τα δοχεία τον οίνον. Κλείσε δε την θύραν
και σφράγισέ την με το δακτυλίδι σου. Οταν δε έλθης το πρωϊ και δεν εύρης όλα
αυτά φαγωμένα από τον Βηλ, τότε ημείς να θανατωθώμεν, άλλως θα θανατωθή ο
Δανιήλ, ο οποίος διατυπώνει συκοφαντίας εναντίον μας”.
Δαν.
13,12 αὐτοὶ δὲ
κατεφρόνουν, ὅτι πεποιήκεισαν ὑπὸ τὴν τράπεζαν
κεκρυμμένην εἴσοδον καὶ δι᾿ αὐτῆς εἰσεπορεύοντο
διόλου καὶ ἀνήλουν αὐτά.
Δαν. 13,12 Οι ιερείς δεν ελογάριαζαν καθόλου όλα αυτά τα μέτρα
ασφαλείας, διότι είχαν ανορύξει κάτω από την τράπεζαν μίαν μυστικήν είσοδον και
δι' αυτής εισήρχοντο πάντοτε και έτρωγαν τα παρατιθέμενα φαγητά.
Δαν.
13,13 καὶ ἐγένετο ὡς
ἐξήλθοσαν ἐκεῖνοι, καὶ ὁ βασιλεὺς παρέθηκε
τὰ βρώματα τῷ Βήλ.
Δαν. 13,13 Οταν, λοιπόν, οι ιερείς εβγήκαν έξω, ο βασιλεύς
διέταξε και παρέθεσαν επί παρουσία του τα φαγητά τα προοριζόμενα δια τον Βηλ.
Δαν.
13,14 καὶ ἐπέταξε Δανιὴλ
τοῖς παιδαρίοις αὐτοῦ καὶ ἤνεγκαν τέφραν καὶ
κατέστρωσαν ὅλον τὸν ναὸν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως
μόνου· καὶ ἐξελθόντες ἔκλεισαν τὴν θύραν καὶ
ἐσφραγίσαντο ἐν τῷ δακτυλίῳ τοῦ βασιλέως, καὶ
ἀπῆλθον.
Δαν. 13,14 Τοτε ο Δανιήλ διέταξεν στους υπηρέτας και έφεραν
στάκτην, με την οποίαν και έστρωσαν όλο το δάπεδον του ναού ενώπιον του
βασιλέως μόνον. Εξήλθαν, έκλεισαν την θύραν και την εσφράγισαν μ το δακτυλίδι
του βασιλέως και έφυγαν.
Δαν.
13,15 οἱ δὲ ἱερεῖς
ἦλθον τὴν νύκτα κατὰ τὸ ἔθος αὐτῶν καὶ
αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν
καὶ κατέφαγον πάντα καὶ ἐξέπιον.
Δαν. 13,15 Οι ιερείς ήλθαν την νύκτα, όπως εσυνήθιζαν, μαζή δε
με αυτούς αι γυναίκες και τα παιδιά των, έφαγαν και έπιαν όλα.
Δαν.
13,16 καὶ ὤρθρισεν ὁ
βασιλεὺς τὸ πρωΐ καὶ Δανιὴλ μετ᾿ αὐτοῦ.
Δαν. 13,16 Ο βασιλεύς εσηκώθη λίαν πρωϊ και μαζή του ο Δανιήλ.
Δαν.
13,17 καὶ εἶπεν ὁ
βασιλεύς· σῷοι αἱ σφραγῖδες, Δανιήλ; ὁ δὲ εἶπε·
σῷοι, βασιλεῦ.
Δαν. 13,17 Οταν έφθασαν στον ναόν είπεν ο βασιλεύς στον Δανιήλ·
“Δανιήλ, είναι άθικτοι αι σφραγίδες;” Ο Δανιήλ απήντησε· “ναι, βασιλεύ, είναι
άθιικτοι”.
Δαν.
13,18 καὶ ἐγένετο ἅμα
τῷ ἀνοῖξαι τὰς θύρας, ἐπιβλέψας ἐπὶ τὴν
τράπεζαν ὁ βασιλεὺς ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ·
μέγας εἶ, Βήλ, καὶ οὐκ ἔστι παρὰ σοὶ δόλος
οὐδὲ εἷς.
Δαν. 13,18 Οταν ήνοιξεν η θύρα, ο βασιλεύς έστρεψε τα βλέμματα
του προς την τράπεζαν και εκραύγασε με φωνήν μεγάλην· “μέγας είσαι, Βηλ, και
καμμία δολιότης δεν υπάρχει εις σέ”!
Δαν.
13,19 καὶ ἐγέλασε Δανιὴλ
καὶ ἐκράτησε τὸν βασιλέα τοῦ μὴ εἰσελθεῖν
αὐτὸν ἔσω καὶ εἶπεν· ἰδὲ δὴ
τὸ ἔδαφος καὶ γνῶθι τίνος τὰ ἴχνη ταῦτα.
Δαν. 13,19 Ο Δανιήλ εγέλασε, συνεκράτησε τον βαιλέα να μη
εισέλθη μέσα στον ναόν και ειπε· “παρατήρησε, λοιπόν, κάτω στο έδαφος και μάθε,
τίνος είναι αυτά τα ίχνη”.
Δαν.
13,20 καὶ εἶπεν ὁ
βασιλεύς· ὁρῶ τὰ ἴχνη ἀνδρῶν καὶ
γυναικῶν καὶ παιδίων.
Δαν. 13,20 Ο βασιλεύς απήντησε· “βλέπω πατήματα ανδρών και
γυναικών και παιδιών”.
Δαν.
13,21 καὶ ὀργισθεὶς
ὁ βασιλεὺς τότε συνέλαβε τοὺς ἱερεῖς καὶ τὰς
γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, καὶ ἔδειξαν
αὐτῷ τὰς κρυπτὰς θύρας, δι᾿ ὧν εἰσεπορεύοντο
καὶ ἐδαπάνων τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης.
Δαν. 13,21 Οργισθείς τότε ο βασιλεύς διέταξε και συνέλαβαν τους
ιερείς και τας γυναίκας και τα παιδιά των. Εκείνοι δε έδειξαν εις αυτόν τας
μυστικάς θύρας, δια των οποίων εισήρχοντο στον ναόν και έτρωγαν όλα, όσα
παρετίθεντο εις την τράπεζαν του Βηλ.
Δαν.
13,22 καὶ ἀπέκτεινεν αὐτοὺς
ὁ βασιλεὺς καὶ ἔδωκε τὸν Βὴλ ἔκδοτον
τῷ Δανιήλ, καὶ κατέστρεψεν αὐτὸν καὶ τὸ ἱερὸν
αὐτοῦ.
Δαν. 13,22 Ο βασιλεύς διέταξε και τους εφόνευσαν, τον δε Βηλ
παρέδωκεν εις την διάθεσιν του Δανιήλ, ο οποίος κατέστρεψεν αύτόν και τον ναόν
του.
Δαν.
13,23 Καὶ ἦν δράκων
μέγας, καὶ ἐσέβοντο αὐτὸν οἱ Βαβυλώνιοι.
Δαν. 13,23 Εις την Βαβυλώνα υπήρχεν επίσης και ένας μεγάλος
όφις, τον οποίον οι Βαβυλώνιοι εσέβοντο ως θεόν.
Δαν.
13,24 καὶ εἶπεν ὁ
βασιλεὺς τῷ Δανιήλ· μὴ καὶ τοῦτον ἐρεῖς
ὅτι χαλκοῦς ἐστιν; ἰδοὺ ζῇ καὶ ἐσθίει
καὶ πίνει· οὐ δύνασαι εἰπεῖν ὅτι οὐκ ἔστιν
οὗτος θεὸς ζῶν, καὶ προσκύνησον αὐτῷ.
Δαν. 13,24 Ο βασιλεύς είπεν στον Δανιήλ· “μήπως θα πης, ότι και
αυτός είναι χάλκινος, και νεκρός; Ιδού, ζη, τρώγει και πίνει. Δεν ημπορείς να
ισχυρισθής, ότι αυτός δεν είναι ζωντανός θεός. Λοιπόν προσκύνησέ τον”.
Δαν.
13,25 καὶ εἶπε
Δανιήλ· Κυρίῳ τῷ Θεῷ μου προσκυνήσω, ὅτι οὗτός
ἐστι Θεὸς ζῶν·
Δαν. 13,25 Απήντησεν ο Δανιήλ· “Κυριον τον Θεόν μου θα προσκυνώ,
διότι αυτός είναι ο αιωνίως υπάρχων Θεός.
Δαν.
13,26 σὺ δέ, βασιλεῦ,
δός μοι ἐξουσίαν, καὶ ἀποκτενῶ τὸν δράκοντα ἄνευ
μαχαίρας καὶ ῥάβδου. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς·
δίδωμί σοι.
Δαν. 13,26 Συ όμως, βασιλεύ, δος μου την άδειαν και την εξουσίαν
να θανατώσω τον δράκοντα και μάλιστα χωρίς μάχαιραν και ράβδον”. Ο βασιλεύς του
είπε· “σου δίδω την άδειαν”.
Δαν.
13,27 καὶ ἔλαβεν ὁ
Δανιὴλ πίσσαν καὶ στέαρ καὶ τρίχας καὶ ἥψησεν ἐπὶ
τὸ αὐτὸ καὶ ἐποίησε μάζας καὶ ἔδωκεν
εἰς τὸ στόμα τοῦ δράκοντος, καὶ φαγὼν διεῤῥάγη
ὁ δράκων. καὶ εἶπεν· ἴδετε τά σεβάσματα ὑμῶν.
Δαν. 13,27 Επήρε τότε ο Δανιήλ πίσσαν,
λίπος και τρίχας, τα οποία τα έρασεν. Από αυτό έκαμε βώλους και τους έδωκεν στο
στόμα του όφεως. Οταν εκείνος τους έφαγεν έσκασε. Ο Δανιήλ είπε τότε· “αυτοί
είναι οι θεοί, τους οποίους λατρεύετε”.
Δαν.
13,28 καὶ ἐγένετο ὡς
ἤκουσαν οἱ Βαβυλώνιοι, ἠγανάκτησαν λίαν καὶ
συνεστράφησαν ἐπὶ τὸν βασιλέα καὶ εἶπαν· Ἰουδαῖος
γέγονεν ὁ βασιλεύς· τὸν Βὴλ κατέσπασε καὶ τὸν
δράκοντα ἀπέκτεινε καὶ τοὺς ἱερεῖς κατέσφαξε.
Δαν. 13,28 Οταν ο Βαβυλώνιοι επληροφορήθησαν αυτά, ηγανάκτησαν
πάρα πολύ. Εστράφησαν εναντίον του βασιλέως και είπαν· “ο βασιλεύς έγινεν
Ιουδαίος. Συνέτριψε τον Βηλ, εφόνευσε τον δράκοντα, κατέσφαξε και τους ιερείς”.
Δαν.
13,29 καὶ εἶπαν ἐλθόντες
πρὸς τὸν βασιλέα· παράδος ἡμῖν τὸν
Δανιήλ· εἰ δὲ μή, ἀποκτενοῦμέν σε καὶ τὸν
οἶκόν σου.
Δαν. 13,29 Ηλθαν λοιπόν προς τον βασιλέα και του είπαν·
“παράδωσέ μας τον Δανιήλ, ειδ' άλλως θα θανατώσωμεν σε και την οικογενειάν
σου”.
Δαν.
13,30 καὶ εἶδεν ὁ
βασιλεὺς ὅτι ἐπείγουσιν αὐτὸν σφόδρα, καὶ ἀναγκασθεὶς
ὁ βασιλεὺς παρέδωκεν αὐτοῖς τὸν Δανιήλ.
Δαν. 13,30 Είδεν ο βασιλεύς, ότι τον καταστενοχωρούσαν πολύ και
ηναγκάσθη και παρέδωκεν εις αυτούς τον Δανιήλ.
Δαν.
13,31 οἱ δὲ ἔβαλον
αὐτὸν εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων, καὶ ἦν
ἐκεῖ ἡμέρας ἕξ.
Δαν. 13,31 Εκείνοι δε τον έρριψαν στον λάκκον των λεόντων, όπου
και παρέμενεν επί εξ ημέρας.
Δαν.
13,32 ἦσαν δὲ ἐν
τῷ λάκκῳ ἑπτὰ λέοντες, καὶ ἐδίδοτο αὐτοῖς
τὴν ἡμέραν δύο σώματα καὶ δύο πρόβατα· τότε δὲ οὐκ
ἐδόθη αὐτοῖς, ἵνα καταφάγωσι τὸν Δανιήλ.
Δαν. 13,32 Μέσα δε εις αυτόν τον λάκκον ήσαν επτά λέοντες, στους
οποίους κάθε ημέραν έδιδαν δύο ανθρώπινα σώματα και δύο πρόβατα. Την ημέραν
όμως εκείνην δεν εδόθη εις αυτούς τίποτε, δια να καταφάγουν τον Δανιήλ.
Δαν.
13,33 καὶ ἦν Ἀμβακοὺμ
ὁ προφήτης ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, καὶ αὐτὸς
ἥψησεν ἕψεμα καὶ ἐνέθρυψεν ἄρτους εἰς σκάφην
καὶ ἐπορεύετο εἰς τὸ πεδίον ἀπενέγκαι τοῖς
θερισταῖς.
Δαν. 13,33 Τοτε ευρίσκετο εις την Ιουδαίαν ο προφήτης Αμβακούμ.
Αυτός εμαγείρευσε φάγητον, έκοψεν εις τεμάχια άρτους, έβαλεν αυτά μέσα εις ένα
δοχείον και επήγαινεν στον αγρόν, δια να φέρη φαγητόν στους θεριστάς.
Δαν.
13,34 καὶ εἶπεν ὁ
ἄγγελος Κυρίου τῷ Ἀμβακούμ· ἀπένεγκε τὸ ἄριστον,
ὃ ἔχεις, εἰς Βαβυλῶνα τῷ Δανιὴλ εἰς τὸν
λάκκον τῶν λεόντων.
Δαν. 13,34 Ο άγγελος είπεν στον Αμβακούμ· “το μεσημβρινόν αυτό
φαγητόν, που έχεις, φέρε το στον Δανιήλ, ο οποίος ευρίσκεται εις την Βαβυλώνα
μέσα στον λάκκον των λεόντων”.
Δαν.
13,35 καὶ εἶπεν Ἀμβακούμ·
Κύριε, Βαβυλῶνα οὐχ ἑώρακα καὶ τὸν λάκκον οὐ
γινώσκω.
Δαν. 13,35 Ο Αμβακούμ είπε· “Κυριε, ούτε την Βαβυλώνα έχω ίδει
ποτέ, ούτε και τον λάκκον γνωρίζω”.
Δαν.
13,36 καὶ ἐπελάβετο ὁ
ἄγγελος Κυρίου τῆς κορυφῆς αὐτοῦ καὶ
βαστάσας τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἔθηκεν
αὐτὸν εἰς Βαβυλῶνα ἐπάνω τοῦ λάκκου ἐν
τῷ ῥοίζῳ τοῦ πνεύματος αὐτοῦ.
Δαν. 13,36 Τοτε Ο άγγελος τον επήρεν από την κεφαλήν, τον
εκράτησεν από την κόμην της κεφαλής του, και με την ορμήν της πνευματικής αυτού
φύσεως τον μετέφερε αυτοστιγμεί εις την Βαβυλώνα και τον έθεσεν επάνω από τον
λάκκον των λεόντων.
Δαν.
13,37 καὶ ἐβόησεν Ἀμβακοὺμ
λέγων· Δανιὴλ Δανιήλ, λαβὲ τὸ ἄριστον, ὃ ἀπέστειλέ
σοι ὁ Θεός.
Δαν. 13,37 Εφώναξεν ο Αμβακούμ λέγων· “Δανιήλ, Δανιήλ, πάρε το
φαγητόν, το οποίον σου έστειλεν ο Θεός”.
Δαν.
13,38 καὶ εἶπε
Δανιήλ· ἐμνήσθης γάρ μου, ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἐγκατέλιπες
τοὺς ἀγαπῶντάς σε.
Δαν. 13,38 Ο Δανιήλ είπεν· “ω Θεέ μου, με ενεθυμήθης, διότι συ
ποτέ δεν εγκαταλείπεις εκείνους, που σε αγαπούν”.
Δαν.
13,39 καὶ ἀναστὰς
Δανιὴλ ἔφαγεν· ὁ δὲ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ
ἀποκατέστησε τὸν Ἀμβακοὺμ παραχρῆμα εἰς τὸν
τόπον αὐτοῦ.
Δαν. 13,39 Εσηκώθη ο Δανιήλ και έφαγεν, ο δε άγγελος του Κυρίου
επανέφερεν αμέσως τον Αμβακούμ στον τόπον του.
Δαν.
13,40 ὁ δέ βασιλεὺς ἦλθε
τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ πενθῆσαι τὸν
Δανιήλ· καὶ ἦλθεν ἐπὶ τὸν λάκκον καὶ ἐνέβλεψε,
καὶ ἰδοὺ Δανιὴλ καθήμενος.
Δαν. 13,40 Ο βασιλεύς ήλθε κατά την εβδόμην ημέραν, δια να
πενθήση τον θάνατον του Δανιήλ. Ηλθεν στον λάκκον και παρετήρησεν εντός και
ιδού, ο Δανιήλ εκάθητο ήσυχος.
Δαν.
13,41 καὶ ἀναβοήσας
φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· μέγας εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς
τοῦ Δανιήλ, καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν σοῦ.
Δαν. 13,41 Εφώναξε τότε με φωνήν μεγάλην και είπε· “μέγας
είσαι, Κυριε, συ ο Θεός του Δανιήλ, και δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην από σέ».
Δαν.
13,42 καὶ ἀνέσπασεν αὐτόν,
τοὺς δὲ αἰτίους τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ ἐνέβαλεν
εἰς τὸν λάκκον, καὶ κατεβρώθησαν παραχρῆμα ἐνώπιον
αὐτοῦ.
Δαν. 13,42 Αμέσως έβγαλε τον Δανιήλ από τον λάκκον, τους δε
αιτίους της θανατικής καταδίκης του διέταξε και τους έρριψαν στον λάκκον.
Αμέσως δε εκείνοι κατεσπαράχθησαν από τους λέοντας ενώπιόν του.